Υποτιτλισμοί των καλύτερων βίντεο του Youtube

 

 


Περισσότερα ποιήματά μου


 

Όπως κάθε ήχος αποτελείται από λεπτότερους ήχους,
του ποιητή η φωνή αποτελείται από άλλες, λεπτότερες φωνές.
Βγαίνουν από πηγάδια
κάπου, κάπου σε μέρες κακές.
Στη συνείδησή του τις κλείνει σφιχτά,
τις διπλοδένει, τις κρύβειˑ
μα στο καλοκαίρι της γραφής
κάθε τέτοιο φίδι βγάζει γλώσσα σουριχτή.

Δεν είναι ο ποιητής που μιλά
μα μια στιγμή κακιά.
Από λάκκο ξεφυτρώνει
που κανένας δεν κοιτά.

-----------------------
Μια αλάνα είναι η ζωή
μέσα όπου το σώμα μου τρέχει.
Κουνά τα χέρια, πόδια,
φοβερίζει, δείχνει το δάχτυλο.
Δεν σκέφτεται πώς θα δράσει,
δεν υπολογίζει την πράξη.
Αγκαλιάζει το νερό
μες στη λάσπη.
----------------------
Το σώμα μας είναι μέρος της γενικότερης ύλης.
Κινείται ακολουθώντας το συμπαντικό μηχανισμό.
Είναι η άγνοια του νόμου αυτού
που δίνει τη ψευδαίσθηση της προσωπικής κίνησης.
Κινείται σαν το υδραγωγείο
τρέχει σαν ατμομηχανή
και όπως τ’ αστέρια κυκλώνουνε τις γραμμές τους στο χάος
ερωτεύεται και κοιμάται
ξεχνιέται και παραμιλά.

Τίποτα δεν πράττουμε.
Τίποτα δεν θέλουμε.
Πνέουμε αναπαυτικά
με όποιον καιρό.

Τίποτα που γίνεται δεν απευχόμαστε
κύματα που αφήνονται στο γιαλό.

Γρανάζια

σε ένα πιο ευρύ μυαλό.
------------------------
Κουνήσου στυλό, πες τον πόνο μου
πώς με έκαναν πλαστικό
έχυσαν μέσα μου μελάνι
και με σπρώχνουν νύχτα μέρα στο τετράδιο
πώς μοχθώ
απάνω κάτω
για ποιον δουλεύω;
τι εξιστορώ;

Δεν έχω δικαίωμα να ζήσω εγώ;
Μίλα στυλόˑ ποιος είμαι εγώ που ρωτώ

Σαν ένα bic άδειο νοιώθω
Δεν ξέρω τι τραγουδώ
-------------------------
Τούτο τον καιρό
νιώθω σαν τον ινδικό κεραυνόˑ
αστραπές γρήγορες φωτίζει η σκέψη μου
νύχτες υγρές, νύχτες βραστέςˑ
Δεν είμαι σύννεφο νωχελικό
δεν πνέω σαν δροσερός αέραςˑ
καίω
καμένος τραγουδώ.
-------------------------
Μικρές είναι οι ώρες της έμπνευσης
κρατούν όσο κρατά μια κραυγήˑ
να, όσο η ηχώ απ’ τη νεροποντή.
Από κάπου περνάνε και φεύγουν
δεν τις ακούς, τις μυρίζεσαι μόνο
σαν ένα λουλούδι
που είναι θύμηση, πάνω στο βουνό.

Τόσο, όσο κρατούν οι σκέψεις
όσο περνάνε οι μνήμες απ’ την παιδική ηλικία
όσο μένει η ευτυχία
όταν όλα κυλούν γοργά.
Τι είναι η έμπνευση
μα ένα βιαστικό σύννεφο
ένα ελάφι που δε σταματά.
----------------------------
Ο κανόνας είναι μετά το καλοκαίρι να ’ρχεται ο χειμώνας. Η χορτασιά πρέπει να προηγηθεί της πείνας. Σαν δεν πεινάμε εμείς, κάποιος άλλος πεινά. Θ’ αρρωστήσουμε. Θα δακρύσουμε.
Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Καμιά ροδιά δεν έχει πορτοκάλια. Και για κάθε δέντρο
μία είναι η εποχή τ’ ανθισμού.
--------------------------------
Αν η λάμψη και η βροντή έρχονται σ’ άλλη στιγμή
μήπως αλλάζουν ταυτότητα μες στο χρόνο;
Ποια απόδειξη υπάρχει
πως δεν είναι η φωνή του Γιάννη
η όψη του μόνο;
---------------------------------
Να ’γινε πρώτα του ποιήματος η σκέψη
ή να συνόδεψε τη μουσική;
Τι βγήκε πρώτα;
Ποιος πάνω στη γέννα
κοιτούσε της μήτρας την ψυχή;

Μια καρδούλα τρυπημένη
από μια βελόνα λεπτή.
--------------------------------
Αν ο κόσμος γεμάτος φίλους ήταν
ο πόνος θα ’βαζε πάντα μάσκα
πότε θα χτυπούσαμε το κεφάλι στον τοίχο
και θα φωνάζαμε «σε μισώ»;

Πότε θα κοιτάζαμε τον άλλο στα μάτια
και θα κάναμε εμετό;

Θα έπρεπε να παραδεχτούμε
πως δεν έχουμε φίλους στον κόσμο αυτό.
Δεν θα φορούσε ο θυμός μας
πρόσωπο λογικό.

-----------------------------------

Ο άνθρωπος είναι η συμπτυγμένη μορφή των στοιχείων. Είναι το κολέγιο σε εορταστικό χορό. Μετά την έκρηξη της συνείδησης δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα άτομα τα μέσα και τα έξω. Δεν πληρώνεις εισιτήριο

γιατί έχεις φίλο το μουσουργό.

Μετά το ξύπνημα της ψυχής
αντρόγυνα κουνιούνται στον ίδιο σκοπό.

-----------------------------------

Ποιος νους βλέπει το μυαλό και ποιος νους τον έξω κόσμο;
Με βάση ποιο μέτρο ξεχωρίζεται η φύση απ’ το μυαλό;
Μήπως είναι μια ενιαία μάζα;
Μήπως ανάμεσα στον ουρανό και τη γη δεν υπάρχει κενό;
Ή τραγουδάει ο πιανίστας και το τσέλο άλλο σκοπό;

Η πάλη των στοιχείων
γίνεται όμοια μέσα στο σώμα
και έξω απ’ αυτό.
Κάθε φορά που μας πονάει το σβέρκο
ένας σκύλος κοιτά μια γάτα με θυμό.

-------------------------------------

Ειλικρινά ποιήματα γράφω
δεν έχω χρόνο να σκεφτώ τη δομήˑ
Βουίζει η σκέψη μου
τρελαίνεται η καρδιά
ζητάει η ψυχή άλλη ψυχή.

Ναι, ειλικρινά ποιήματα
ποιος θα με παντρευτεί;

------------------------------------

Στο γάμο απάνω στολίζεται η νύφη με άσπρο πέπλοˑ
άσπρα άστρα πάνω στην έρμη νύχτα
φοράει ο κόκορας λειρί
Και τι δεν κάνει μία μοναχική ψυχή;

Ας ήταν μόνο κάποιος να τη δει.

--------------------------------------

Συχνά τούτη την αίσθηση έχω
πως δεν είμαι παρά ένας ταύρος
ένα τετράποδο, ναι, ένας μπουρλοτιέρης
ένα καζάνι με βραστό θυμόˑ
που ξεχειλά
από πνευματικό χυμό.

---------------------------------

Έπεσε το βράδυ.
Μια σειρά ποιήματα άπλωσα στο πιάτο
για όποιον πεινάˑ
η πόρτα είναι ανοιχτή.

Σα λουκάνικα μυρίζουν
σα ντομάτα – γεμιστή.

-------------------------------------

Κάθε ποίημα μου μία προσπάθεια είναι
να ξεχάσω κάτι που ρέπει καταγήςˑ
ν’ αφήσω το σώμα και το μυαλό να ράψει
μια λεπτή κλωστή.
Γιατί είμαι πάντα υποχρεωμένος
να κουνάω τα χείλια για να λέω «σ’ αγαπώ»;
Ας δώσω στην καρδιά δικό της στόμα,
δικό της σκοπό.

Για μπορεί η καρδιά να πάρει άλλο
παρά το δικό μου σώμα;
Μήπως έχει κάποιος καρδιά
που έχει δική της λαλιά;

-------------------------------------------

Λύπη και θλίψη
μαγκώνουν την καρδιά μου
σα το άτυχο λιοντάρι
μπροστά στο μαχαίρι του Ταρζάν.
Δε θα του ξεφύγω
κι ας βρυχώμαι
με τα ποιήματα αυτά.

Είναι τα μπράτσα του
πιο μεγάλα απ’ τα δικά μου
και η λεπίδα του
ήδη μέσα βαθιά.

Ως πάνω στο καύκαλο,
κόψη μπηγμένη για καλά.

------------------------------------------

Με την ταχύτητα του μαχαιριού που χτυπά
με την ακρίβεια ενός όπλου
με το θόρυβο ενός πολυβόλου
σιγαλά βουτά το μυαλό μες στον ήχοˑ
σαν ψαράς ξεριζώνει κοχύλια
πιάνει δίχτυα
τραβά – λέξεις χρυσόψαρα, έννοιες κλειδιά.

Και – τα πουλάει στην αγορά.

--------------------------------------------

Μοναχική είναι η ψυχή,
άλλη ψυχή δεν ξέρει,
δεν υμνεί όμορφα μάτια,
χείλια γλυκά.
Αλίμονο στην ψυχήˑ
έξω κοιτά
πού θα δει ομορφιά;
Σα το φως που ψάχνει
φως εξωτερικάˑ
τη ματιά
που αργά πετώντας
παρασέρνεται απ’ το Νοτιά.

Ναι, γρήγορα
όμορφα
τι να υμνήσει η ψυχή, με ποια λαλιά

αν μάτι δεν υπήρχε
χαμένο χωρίς όνομα σε περίεργα γυαλιά;

----------------------------------------------
Ασκητής

Ένα καινούργιο αγκάθι νομίζω φύτρωσε
στο βάθος της σπηλιάς
γιατί μύρισε ο πόνος
εξαίσια.
Μια κοπέλα
που κάποτε έπιασα απ’ τα μαλλιά
και τη χαστούκισα
είχε τούτη τη μυρωδιά.

Πώς τη λέγαν
δε μυρίζω πια.

-------------------------------------------------

Θα σας φανεί παράξενο
μα τούτη η κουφάλα
γίνεται το κεφάλι μου
σταθερή η πέτρα
σταθερή η θέληση που έχω
ασκητής να μείνω
έτσι, απλά, δεν ξέρω γιατίˑ
ίσως για να περιμένω την ανατολή.

-------------------------------------------------

Ας ήταν ένα ελάφι να περάσει
ας μην ήταν απόκρημνα
ας μην ήταν ο κόσμος μια πέτρα
κι ο ασκητής δάσος ξερό, χωρίς ζωή.
Ας ήταν
ο ασκητής ένα ελάφι
που έτρεχε γεμάτο ζωή.

Σκοτεινή νύχτα, πηχτή
δε ξέρω τι λέω, χάθηκε ο νους μου, δε θα φανεί.

-----------------------------------------

Κρύο νυχτιάτικο
δεν μιλάς στις πέτρες
δεν αγγίζεις των ερημιτών
τις σταθερές καρδιές.
Είναι τα κορμιά τους
βράχοι
κρυμμένοι βράχοι
σε χαμένες σπηλιές.

Κρύο, δεν ξέρεις πώς
κρυώνουν των ασκητών οι ζεστές καρδιέςˑ
όχι από σύννεφα
ούτε καταρρακτώδεις βροχές.
Γελώ, κρύο
δε μ’ αγγίζεις
τι με πονά δεν ξέρεις να λεςˑ

μαχαίρια του κόσμου τούτου
ράβουν μόνο θεϊκές καρδιές

Κρύο. Τι θες;

---------------------------------------------

Ας στρώσει ο ύπνος
σύννεφα στον ουρανό
να πατήσω προς τα πίσω
σ’ ένα πιο όμορφο καιρόˑ
ας φυσήξει ο Νοτιάς
τα σύννεφα να διαλύσει
ας τα πιει η γη
ας τα ρουφήξει ο Θεόςˑ

πίσω γυρίζω, ναι, στην άκρη
δεν ξέρω πώς.

Με ένα σκουπόξυλο
του ύπνου το μάγο
το όνειρο, ναι, φύγετε, το φως.
Στο σκουπόξυλό μου ν’ ανέβω
αχ, ναι, δεν ξέρω πώς.
Μες στου ονείρου τα σύννεφα
πετά πιο όμορφα ο καιρός.

----------------------------------------------

Είμαι ένας χοντρός άνθρωπος.
Συχνά μισώ το σώμα μου
απεχθάνομαι το μυαλό μου.
Πού και πού
αισθάνομαι να ξεχνιέμαι
απορροφιέμαι από κάτι
μια οντότητα που δεν περιγράφεται.

Δεν είμαι πια εγώ
δε μισώ τον εαυτό μου
περνώ από μια λεπτή δίοδο
δεν ξέρω τι να πω.

Που και που κάτι με παρηγορεί
κάτι με παίρνει μακριά απ’ αυτή τη δομή.

---------------------------------------------

Αρρώστια

Βλέπεις, με κάθε εισπνοή γεμίζουμε με ζωή
και με κάθε εκπνοή ξεψυχούμε.
Δεν είναι η αρρώστια
παρά ένα κράτημα σ’ ένα αμφίρροπο στάδιο
μια τραμπάλα αβέβαιη ανάμεσα στην ελπίδα και τον πόνο.
Μία γελάμε – τρελά
μια κλαίμε – οικτρά
και μία

πνέουμε σε μια όχι σίγουρη μορφή.

Μας μετατρέπει η αρρώστια
μας αλλάζει την ψυχή.

---------------------------------------------------

Φοβάμαι
φοβάμαι
την κάθε μέρα
την κάθε στιγμή.
Το κάθε πρόσωπο
τον κάθε λόγο
την κάθε προσπάθεια
την κάθε ψυχή.

Φοβάμαι
πώς φοβάμαι!
είναι η ψυχή μου
τρελή.

Σκυλί
που φοβάται
πως ο αφέντης του
- έχει χαθεί.

-------------------------------------------------

Ακόμα και το μικρότερο πράγμα
έχει τη δική του αξία.
Πάντα μικρά πράγματα
αποτελούν την έμπνευση του ποιητή.
Είναι το μεγαλείο
ένα τεράστιο σχέδιο
ραμμένο
με λεπτή κλωστή.
Ένα συνονθύλευμα
από ελάχιστα
ελάχιστα
κατιτί.
Μία ψείρα
ένα πέρασμα
από το μέγιστο
σ’ ό,τι δεν μπορεί να μετρηθεί.

Ένα μικρό παράπονο
ένα προβληματάκι
- κοιτά εκεί η έμπνευση
να βρει την πηγή.

-----------------------------------------------

Το παλιό και το νέο
ζητούν ολόκληρο το σώμα
δεν ικανοποιούνται
με μια σπιθαμήˑ
τραβώντας τον άνθρωπο
από το κάθε πόδι
προσπαθούν να μάθουν
τη δομή.
Πώς είναι χτισμένος
τι τον κρατά στητόˑ
τι σαν τούτος πεθαίνει
ανεβαίνει ορθό.

Μαλώνουν, σμίγουν, ξεσμίγουν
ποθιούνται κρυφά
παλεύουν, κυλιούνται στη λάσπη
τα θέλουν όλα διπλά.

Ίσως κάποτε βρουν κάτι
που θα μπορεί και τα δυο να χωρέσει
τεράστιο
σαν φωλίτσα
για το μεγάλο και μικρό ταιριαστά:
ένα γοβάκι
σταχτοπούτιο
που στέλνοντας τον ιππότη στη λάσπη
κάνει το φτωχό βασιλιά.

----------------------------------------------------

Σε κάθε πάτωμα της ύπαρξης
παίζεται διαφορετική μουσική:
διπλά τρέμουν τα μπάσα
και με μπρίο χωριάτικο ηχούν άλλα ντέφια.
Δεν βγάζουν τα φλάουτα όλα
τον ίδιο γλυκό ήχο
και δε σε κάνουν να κλαις
όλα τα βιολιά.
Κάθε επίπεδο της ύπαρξης
ξεχωρίζει απ’ το δικό του όργανο
μια σφυρίχτρα
που μας διαπερνά:
ο ήχος είναι στη βάση ο ίδιος
στη βάση παίζεται μουσική
μα μουσικότερη είναι η μουσική
που ακούγεται από ένα πιο τίμιο αυτίˑ

μια νότα
που παρηγορεί τον ακροατή
κάτι κεραυνικό
που πέφτει από μια ψηλή σκεπή.

Τα ζώα για τις ίδιες έννοιες μιλούν
μα ο κόρακας και τ’ αηδόνι διαφορετικά τραγουδούν.
Τι να λέει η κουκουβάγια
ακίνητη κάπου,

σε κάποιο κλαδί;

-------------------------------------------------------

Κάτι σπάει μέσα μου όταν ελευθερώνω σπέρμα.
Πιο πολύ με κρυώνει το κρύο
Πιο σφιχτά με κρατά το φαγητό
κενό το μυαλό μου άδειο
κενή η ψυχή μου, χαζή
τριγυρνώ εδώ κι εκεί
χωρίς να ξέρω γιατίˑ

έτσι
κι είναι η ζωή μυστική.

Όταν σπέρμα μού φεύγει
χάνομαι, πεθαίνω
ένα σκουλήκι μένω
σε μια αλάνα εχθρική.

---------------------------------------------------------

Η ταχύτητα του σώματος και του μυαλού
δεν είναι πάντα η ίδια με αυτήνε της ψυχής.
Πολλοί οι γρήγοροι, οι σιγανοί μύλοι
μα κάτι άλλο ο άνεμος που τους γυρνά.
Περνά χωρίς βαρύτητα κάθε μηχανικό κατασκεύασμα
μα αιώνια βαστά η ευφυΐα που το γεννά.

Άνθρωποι χαζοί, όντα κουτά
υπάρχουν
που ζούνε ταχύτητα
που τίποτα δε μετρά.
Και άλλων που τα σώματα μένουν στυφά
τραγουδούν, οι ψυχές, λάμψεις τρομερές.

------------------------------------------------------------

Στ’ όνειρό μου έπιασα
να παλεύω με σκυλιά
με τεράστιες μουσούδες,
με πελώρια κορμιά.
Γίγαντες σα δράκοι
φάτσες φρικαλέες
νύχια γαμψά
μάτια αρπαχτικά.
Σε φοβερά ύψη παλεύαμε
κι όπως τα σώματα πέφτανε
βγαίνανε οι ψυχές
και ανεβαίνανε.

Τίποτα μη φοβηθείς
που μες στο όνειρο θα δεις
συχνά σου φτιάχνει το μυαλό
ταχύτητες να παραβγείς.
Ηρακλήδες και δράκους
ήχους πειραχτικούς
μεγάλες σημαίες
γιαλούς πειρατικούς.

Όλα ψέματα
κι αλήθεια είναι
μόνο μια συνήθεια
ενός νου πολεμικούˑ
όλα όμορφα είναι
χρωμάτινα παραμύθια
ζει η ψυχή
άθλους καλλιτεχνικούς.

-----------------------------------------------

Μέσα στης μπόρας το κουφό γέλιο
μέσα στης λιακάδας την παιδικότητα
φλουρί βασιλόπιτας να βρεθεί περιμένει
από αυτόν που το κέικ στη λιακάδα και τον καιρό θα προσφέρει.

-------------------------------------------

Καθόμουν στο όνειρό μου σε μια λεκάνη
κι απ’ τον καθρέφτη μπρος μου έπιασε
μια κουκουβάγια να θρηνεί.
Πετεινός φάνηκε κι έκλαιγεˑ
αρκούδα και ούρλιαζε λυπητερά
ένα ελάφι δαγκωμένο άκουγε την καρδιά του σα καμπάνα να χτυπά.

Μέσα στα δάκρυα και τα γογγομουρμουρητά
έπιασε η παλίρροια του νου ν’ ανεβαίνει
και η καρδιά μες στην τρέλα της
σα βαρκούλα αρμένιζε στην επιφάνεια
χωρίς κύματα
μα μουσκεμένη.

--------------------------------------------

Τι να ’ναι τούτο που κάνει τη γυναίκα
με κάθε παίξιμο στο βλέφαρό της
άλλο εραστή να θέλει;
Τούτο τι να ’ναι που κάνει τον άντρα
να φιλά άλλη γυναίκα
από τούτη που σκέφτεται
και τούτη άλλη να ’ναι από εκείνη που ονειρεύεται;
Να ’ναι αυτό η αγάπη;
Να ’ναι τούτο η ενότητα με τον κόσμο;
Να ’ναι μια λυπημένη σπασμένη κραυγή
που δρασκελίζει τα μοναχικά σώματα συγχρόνως;
-------------------------------------------

Θλιμμένες αυγουστιάτικες συμβουλές
τσιτσιρίζουν στις πυρπολούμενες πέτρεςˑ
και στους φθινοπωριάτικους κατακλυσμούς
παράξενα καλοκαίρινα μάτια δακρύζουν.
Παίζει ο χειμώνας γυαλιά ηλίου φορώντας
και δίνει το καλοκαίρι διαλέξεις
για τη φύση της βροχής.

-----------------------------------------------

Μιλάω αλήθεια, τη ζωή
δε την καταλαβαίνω.
Ένα μερμήγκι τραβά σπόρους.
Ένα πόδι το πατά.
Τη λογική της ζωής ποιος θα δει
και θα κρατήσει τη λογική του;
Ποια καρδιά θα κρατήσει
ενώ συντρίβεται κάτω στη γη
ένα ανέμελο γέλιο για τη ζωή;

------------------------------------------------

Θλίψη είναι η ζωή και με τη θλίψη
γεννιέται η γη και πεθαίνει.
Μόνο αυτός γλυτώνει τη θλίψη
που με θρασιά φτερουγήματα
πάνω απ’ την κοιλάδα πετά
και χωρίς να σκεφτεί
ορμάει στα σύννεφα,
τη βροντή, τη μαυρίλα και την αστραπή
χωρίς να βλέπει.

---------------------------------------------------

Βιαστική τρέχει σήμερα η βροχή
κι ο κουλουρτζής βρέχεται.
Κανένας δε σταματά ν’ αγοράσει.

Βιαστική τρέχει σήμερα η βροχήˑ
τέλειωσαν τα κουλούρια.
Τα ’φαγε ο κουλουρτζής.

Βιαστική τρέχει σήμερα η βροχή.
Τέλειωσαν οι κουλουρτζήδες.
Τους έφαγε η βροχή.

Δε τρέχει πια η βροχή.
την έφαγε ο ήλιος.
Κι έφαγε τον ήλιο
η σκοτερή έμπνευση του ποιητή.

-------------------------------------------------

Αν ο Χρόνος
η αντίθετη έκφραση του Τόπου είναι,
αναστρέφοντας τη ματιά
θα ταυτίζονταν προς την ίδια θέληση, ψέματα;
Διπλό θα ’ταν της γυναίκας το ομοίωμα,
διπλό του άντρα
και μέσα σε μια αποβάθρα,
στου χρόνου τον παραλογισμό,
θα μπάρκαραν τα πλοία
στην ίδια διεύθυνση με αυτά που ξεμπαρκάρουν.
Κι η θέλησή μας,
πατώντας στα ακρόβραχα των κομματιών της ώρας,
αγέροχα και παιδικά θα κοίταζε
το Χρόνο μες στο Χώμα.

------------------------------------------------

Πλακώνει άξαφνα πάνω μου η σκιά της ζωής
κι αποτραβιέμαι από γνωστούς, φίλους, ελπίδες και συμμετοχή ενεργή.
Μέσα όμως στην απομόνωση
γλυκύτατες μου έρχονται εμπνεύσεις
πως φιλάω μια γυναίκα και της λέω σ’ αγαπώ
πως ξαπλωμένος κοιτάζω τη δύση
και μου φαίνεται σαν αυγήˑ
από ονειροπόλημα σε ονειροπόλημα
από φανταστική σε φανταστική ελπίδα
φτιάχνω στα ποιήματά μου τον κορμόˑ
για να τον περιχύσω
με τη γλυκιά σοκολάτα της λογικής.

-----------------------------------------------------

Πως τα ποιήματά μου ωραία είναι
κανένα δεν θα προσπαθήσω να εξαπατήσω.
Έχουν άκουσμα όμορφο, εύστροφο στίχο,
χτυπάς τις λέξεις και βουίζουν,
ταλαντώνονται και τραγουδούν σαν καμπάνες.
Αλλά τι να το κάνεις; Λείπει το απόλυτο.
Κι έτσι, την τραγική αυτή κακομοιριά τους προσπαθώντας να ξεχάσω,
αστεία φτιάχνω με το μυαλό μου
ώστε να καλώ τα παιδιά της γειτονιάς
και να γελούμε μαζί.

Πως τα ποιήματά μου ωραία είναι
κανένα δε θα προσπαθήσω να εξαπατήσω.
Πηδάς από λέξη σε λέξη
και ξαφνικά ανοίγεται χάσμα και πέφτεις στο κενόˑ
μεγάλο βάθος.
Μα τι να το κάνεις; Τους λείπει το απόλυτο.
Κι όπως με κοιτά περιπαιχτικά, στρίβοντας στη γωνία,
γυρίζοντας την πλάτη,
σχηματίζω την γκριμάτσα της τραγικής ομορφιάς
και προκαλώντας καθρεφτίζομαι στου απόλυτου το φιμέ τζάμι και γελώ.

Θα ’ρθει όμως κι η ώρα της αλήθειας.
Γιατί απ’ το απόλυτο πάντα δεν μπορώ να ξεφεύγω.
Με γκριμάτσες και αστεία κανένας δεν έγινε ποιητήςˑ
και κανένα παιδί δεν γνώρισε τα γεράματα
χωρίς πρώτα να μεγαλώσει.

Στου απόλυτου το φιμέ τζάμι χτυπώ και γελώ.
Ανοίγει η πόρτα – «τι θέλετε;» μου λένε,
«Το Θεό»
«Περάστε μέσα»
Κλείνει η πόρτα. Η ποίηση τέλειωσε.
Τέλειωσαν τ’ αστεία κι οι γκριμάτσες.
Τέλειωσα το απόλυτο να γυρεύω.
Το βρήκα.

Είναι εδώ.

----------------------------------------------------

Σαν αετοί πετούν τα πάθη
πάνω απ’ τις άθλιες κοιλάδες.
Βουτούν, γραπώνουν μια ψυχή,
την ξεκουνάνε, να φύγει από πάνω της το χώμα
και την υψώνουν σε φωτεινά ύψη απίστευτα.
Αγάλλεται η άμοιρη
έχοντας όλο τον κόσμο από κάτω.
Μα σαν αρκετή ώρα τη γη χαζέψει
γυρίζει και προς τα πάνω
και βλέπει δυο στενά γυάλινα μάτια,
ραμφί κρύο
και νύχια που την πνίγουν.

-----------------------------------------------------

Με απλά λόγια
απλά ποιήματα γράφω.
Όχι μόνο για μένα.
Μα και για να δουν οι φίλοι μου
κι οι άγνωστοι
πόσο, πόσο κοντά στον άνθρωπο
είναι αυτή η ροή του λόγου.
Λουλούδια, πουλιά, έρωτας, συναίσθημα
ποιήματα όλα πολύ ωραία
ήρθαν όμως κι έφυγανˑ
δεν μπόρεσαν την ψυχή να αγκαλιάσουν
ζεστά όπως χρειάζεται.
Γιατί νόμισαν
της ομορφιάς και του βάθους οι ποιητές
πως βρίσκεται η ψυχή στον ουρανό
κι όλο ψηλά κοιτούσαν.
Δεν τους αδικώˑ ναι, ίσως έχουν δίκιο.
Μα εγώ είμαι ταπεινόςˑ μικρό παιδί νιώθω
και για παιδιά γράφωˑ ετούτης της γης.
Αν έπαιζα ποδόσφαιρο
και έσπαγε η μπάλα μου ένα τζάμι
«συμφορά μου», θα ’λεγα,
«Ω, η κυρά Φρόσω
κι αυτή θα μου τρυπήσει τη μπάλα
κι έχω ο άμοιρος μία μόνο,
μόνο μια ακόμη μες στο ντουλάπι»
κι αν ήμουν η κυρά-Αφροδίτη
ενενήντα χρονών, σταφιδιασμένη και καμπούρα,
με θλίψη και πονηρό μάτι
τα στρωσίδια θα σιδέρωνα
και θ’ αναστέναζα:
«αχ, να ’ταν ο Χάρος πριν πεθάνω
παρέα τη νύχτα να μου κάνει
και μετά ας πέθαινε
ας πέθαινα».
Νιώθω το στίχο της ζωής μαςˑ
σύντροφο και φίλο.
Όταν αγωνιούμε
μας τραγουδά λυπημένα
κι όταν χαιρόμαστε
σηκώνεται πάνω και ανάβει,
αναμπουμπούλα σκέτη.
Δεν τον αισθάνομαι στον ουρανό.
Δεν ψάχνω στον Άδη, στις κατακόμβες.
Κάθομαι στο τραπέζι μαζί του.
Κουβεντιάζουμε.
Του κλείνω το μάτι και χαμογελώ.

--------------------------------------------------------

Καμιά πνοή,
κανένα χόρτο δεν κινείται στο λιβάδι.
Μα προμηνύεται μπόρα
που θ’ αρπάξει τα χόρτα απ’ το κεφάλι
και θα χορεύουν μανιασμένα.

------------------------------------------------------------

Η μηχανή του πνεύματος
είναι ένα τεράστιο πέος.
Πατάει στα γεννητικά όργανα
για ν’ ανέβει στον ουρανό της συνείδησης
μέσα στο κεφάλι.
Και όπως το πάθος
τραβάει από χαμηλά το σπέρμα ψηλά,
από τη γη ανεβάζει στον ουρανό
το πνεύμα
γιους και κόρες του
- τις ιδέες.

------------------------------------------------------------------

Εκεί που ο άνθρωπος τελειώνει, αρχίζει ο Θεός.
Εκεί που ο άνθρωπος τελειώνει, αρχίζει η μεγαλοφυΐα.
Μεγάλες ιδέες, νοήματα που αποκαλύπτονται, συναισθήματα που ανοίγουν και έκρυβαν συναισθήματα καινούρια. Παράξενη κατάσταση, μπερδεμένη, δεν ξέρει κανείς πώς να ξεμπλέξει από το πιεστικό ανησυχητικό κακό. Φωνές που ψάχνουν δικαίωσηˑ πίθηκοι που αρπάζουν κόκαλα και τα χτυπούν στον αέρα,
αμέτρητοι ήλιοι, ελάφια που τρέχουν, ενοχές που σκάνε κι ελευθερώνουν μυρωδιά τρέλας. Όλα σα να ’ναι ένα, ένα ρολόι που οι δείκτες του γυρίζουν αντίθετα στην κανονική φορά. Σαν να μην είσαι αυτός που νομίζεις, σαν να κοιτάς τον καθρέφτη και να μη βλέπεις το πρόσωπό σου πια, σα να σχίστηκε η ψυχή σου σε περισσότερες ψυχές, ψυχές που βιάζονται, ψυχές που ρωτούν, ψυχές που δεν βρίσκουν απάντηση και κλαίνε. Είναι ο μεγαλοφυής άνθρωπος μια φλόγα κι αν κοιτάξεις μέσα στη φλόγα δε βλέπεις σκοτάδι, δε βλέπεις φως, δε βλέπεις κενό. Σα να έπαψαν τα πράματα να είναι αυτό που είναι, βλέπεις κόκκινο και θυμίζει πράσινο, βλέπεις πράσινο και θυμίζει μπλε, ανείπωτα τα χρώματα της μεγαλοφυΐας. Ειν’ ένα μυστικό που ξετυλίγεται, μια φωνή σιγανή με ανυπόφορα δυνατό αντίλαλο, σα να βουτά ο μεγαλοφυής άνθρωπος σε μια πισίνα και τινάζεται σε χίλια φώτα το ταραγμένο νερό. Να καταλάβεις δεν μπορείς, μπλέκονται σε ατέλειωτες ενοχές το παρελθόν, το παρόν, το μέλλονˑ σα να ξέρεις τι πρόκειται να συμβείˑ σα να κάθεται μια σοφή κουκουβάγια πάνω στο κεφάλι και σου ψιθυρίζει αλήθειες αβάσταχτης προκοπής. Είναι η μεγαλοφυΐα έρμαιο σε εσωτερικές φωνές αυστηρές, για τη ζωή της δεν μπορεί ν’ αποφασίσει και δεν υπάρχει ζωή που με τη ζωή της να μην βρίσκει κοινή ουσία. Σαν ένα μάτι που δεν κοιτά έξω. Σαν ένα μάτι που δεν κοιτά μέσα. Περίεργη κατάσταση. Χάνεται αυτός, εκείνος, ο άλλος και μένει στη θέση τους ένα ερωτηματικόˑ ώστε πάνω στην αυγή κράζει η κουκουβάγια, ανοίγει το ερώτημα σαν αστέρι και μοιράζεται στον ουρανό. Είναι ένας άνθρωπος μεγαλοφυία όχι ένας άνθρωπος σωστός. Τη μία βλέπει μυστικά της ζωής με καθαρό πάθος, την άλλη λες και δεν ζει, λες και δεν είναι αυτός που ζει και δεν υπάρχει νους για να κατατάξει και ν’ αντιληφθεί. Οι άνθρωποι τον βλέπουν και λεν «είναι τρελός», «ζει στον κόσμο του», «εμένα μου φαίνεται ότι θέλει γιατρό»ˑ γιατί μοιάζει ο μεγαλοφυής άνθρωπος με κενό αέρα κι όταν ανοίξεις το μπουκάλι ξεχειλίζει της σοφίας ο αφρός. Αφρός μυστηριώδης. Αφρός ανεξήγητος. Αφρός λευκός σαν το φως. Γαλανό φως, ουράνιο, φως λευκότερο απ’ το φως.

Που λάμποντας στο σκοτάδι
οδηγεί τον άνθρωπο
όπου αρχίζει ο Θεός.

 

 

---------------------------------------------------