Υποτιτλισμοί των καλύτερων βίντεο του Youtube

 

 


Ποιήματά μου και δύο πεζά

Μπορείτε να με ακούσετε να απαγγέλλω ποιήματά μου εδώ.


"Η Διδασκαλία της Αγάπης
"
(Διήγησή μου σχετικά με τη διδασκαλία της αγάπης στην κουλτούρα της γιόγκα)

Έχω μείνει για χρόνια σε πνευματικά κέντρα (άσραμ) στην Ελλάδα και στην Ινδία. Τα κέντρα αυτά έχουν ομοιότητες και διαφορές με τα δικά μας ''μοναστήρια". Η βασική τους διαφορά είναι ότι δεν στηρίζονται σε, ή προωθούν, κάποιο συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα. Ας πούμε αν είσαι χριστιανός ή μουσουλμάνος δεν παίζει καμιά διαφορά. Ομοιότητες είναι το κοινό πρόγραμμα για όλους, το οποίο αναρτάται σε πίνακα ανακοινώσεων, και η έμφαση στην αγάπη. Η παρούσα δημοσίευση αφορά την εκπαίδευση στην αγάπη, που λαμβάνει κανείς σε ένα πνευματικό κέντρο.

Αν εξαιρέσουμε τη διδασκαλία του Χριστού, που νομίζω στη σημερινή εποχή ελάχιστοι παίρνουν στα σοβαρά, όταν λέμε αγάπη εννοούμε τη φυσική έλξη που νιώθει κανείς προς κάποια μέλη του αντίθετου φύλου και προς τα παιδιά του. Θεωρείται φυσικό οι σχέσεις μας με τους υπόλοιπους ανθρώπους να διακατέχονται από καχυποψία, αδιαφορία, τοίχους και χωρίσματα: οι άλλοι έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις, διαφορετικά θρησκεύματα, μπορεί να μας κάψουν και να μας λεηλατήσουν.

Αλλά σε ένα πνευματικό κέντρο τα πράγματα είναι αλλιώς. Εδώ θεωρείται ότι η αγάπη είναι η βάση της ζωής, ή, για να το πω αλλιώς, ότι κανένας δεν είναι ξεχωριστός από κανέναν. Είμαστε όλοι σαν συγκοινωνούντα δοχεία και ενωνόμαστε απ' το νερό της αγάπης. Είμαστε σα νησιά και ενωνόμαστε κάτω απ' την επιφάνεια, στη στεριά του ίδιου του βυθού. Οι άνθρωποι που ενσαρκώνουν αυτή την αγάπη είναι οι πνευματικοί δάσκαλοι. Αν δεν υπήρχαν αυτοί, ούτε καν θα φανταζόσουν ποτέ ότι σε ενώνει μια κρυμμένη σχέση αγάπης με κάποιον άγνωστο.
Τα πρώτα χρόνια που μένει κανείς σε ένα άσραμ, ζει σε μια προσωπική κόλαση. Αφήνω κατά μέρος τα λιγοστά υλικά αγαθά που σου παρέχονται - αυτά είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Υπάρχει μια κόλαση που σχετίζεται με την ίδια την ψυχολογία σου, που δημιουργείται από τις καθημερινές εντάσεις στις σχέσεις σου με τους άλλους. Οι εντάσεις αυτές δημιουργούνται από την εγγενή σου επιθετικότητα, την οποία η ακαδημαϊκή εκπαίδευση που έχεις περάσει δεν σε έμαθε να αναγνωρίζεις. Διαφορετικοί λαοί εκφράζουν αυτή την επιθετικότητα με διαφορετικούς τρόπους. Οι Έλληνες την εκφράζουν πιο χειροπιαστά, με φωνές, μπούγιο και κατηγορίες. Λαοί που έχουν περάσει περισσότερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση την εκφράζουν με πιο διανοητικό τρόπο. Συχνά με τον τόνο της φωνής και την επιλογή των λέξεων. Ας πούμε μια Αγγλίδα δεν θα σε αποκαλούσε ποτέ ''τσογλάνι'', όπως θα μπορούσε να κάνει ένας Ελληναράς. Αντ' αυτού θα έλεγε: «Γιατί, ''αγαπητέ'' μου, δεν καθάρισες τη σάλα της υποδοχής; Δεν ήταν το καθήκον σου να την καθαρίσεις;» Οι Άγγλοι, αλλά και οι Δυτικοί γενικότερα, είναι ''μανούλες'' στο να καλύπτουν την επιθετικότητά τους με εκφράσεις επιφανειακά αβρές. Βλέπετε, έχουμε ένα χριστιανικό παρελθόν και δεν θεωρείται θεμιτό να νιώθουμε αρνητικά προς τον ''συνάνθρωπό μας''. Ωστόσο, ποτέ δεν εκπαιδευτήκαμε στο να μεταβάλλουμε την ψυχολογία μας, κι εκεί είναι που αρχίζουν τα ευτράπελα.

Τα πρώτα χρόνια, λοιπόν, κανείς ζει μέσα στην κόλαση των σχέσεων που δημιουργεί με τους άλλους. Σημειώστε ότι αναγκάζεται να βρεθεί με ανθρώπους που δεν έχει επιλέξει, ούτε μπορεί να τους ξεφορτωθεί όταν αγριέψει ή περάσει στην αδιαφορία προς αυτούς, όπως κάνουμε με τους ερωτικούς μας παρτενέρ. Βρίσκει αυτά τα ίδια άτομα, με τα οποία έχει δημιουργήσει προστριβές, μπροστά του συνεχώς. Οι χώροι ενός άσραμ είναι περιορισμένοι και όταν συναντάς αυτόν με τον οποίο δημιούργησες προστριβή, η θύμηση και η ενόχληση που προέρχεται από αυτήν αναδύονται και πάλι στο νου σου και, μέρα με τη μέρα, οι μνήμες και τα σχετικά συναισθήματα αποκτούν μια δομή που σε συνθλίβει.

Γιατί δεν δημιουργεί το άσραμ χώρους χωριστούς όπου θα μπορούν να ζουν, σαν έθνη ξεχωριστά, ας πούμε, ομάδες των οποίων τα μέλη αισθάνονται θετικά το ένα προς το άλλο; Πρώτον, γιατί αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει κι επειδή, αν γινόταν, θα δημιουργούνταν εύκολα προστριβές μεταξύ των ομάδων, λόγω αυτού του τύπου της συνείδησης, ότι άλλο ΕΜΕΙΣ και άλλο ΑΥΤΟΙ. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αντικείμενο εκπαίδευσης σε ένα άσραμ θεωρείται η εκμάθηση της αγάπης. Το να αγαπήσεις τον ερωτικό σου σύντροφο της κάποιας δεδομένης στιγμής έρχεται φυσικά, αλλά η ύπαρξη απλώνεται πέρα απ' τα στενά όρια αυτής της σχέσης. Πίσω απ' τη στενή αυτή καρδιά που έχει χώρο μόνο για έναν (και ακόμα κι αυτός αλλάζει σε διαφορετικές στιγμές της ζωής σου) βρίσκεται μια ευρύτερη καρδιά η οποία αντικατοπτρίζει την επίγνωση ότι, κατά βάθος, κάτω από την επιφάνεια, στο βυθό, ''όλα τα νησιά συνδέονται''. Αυτή η επίγνωση δεν είναι σωματική, γιατί στο υλικό σώμα είμαστε όντως όλοι ξεχωριστοί. Η επίγνωση είναι ψυχική.



Ήταν ένα από αυτά τα χρόνια. Στο διπλανό κρεβάτι στον κοιτώνα του άσραμ έμενε ο Ράκα, ένας άγριος Γιουγκοσλάβος καρατερίστας που δούλευε επίσης μαζί μου στα μαγειρεία. Κανένας δεν αντάλασσε λόγια μαζί του. Όταν δεν έπλενε καζάνια φώναζε πολεμικές κραυγές και χτυπούσε βίαια τον αέρα. Μια μέρα καθόταν σε ένα παγκάκι και πήγα και κάθισα κι εγώ δίπλα του. Μου είπε: ''Εγώ κάθομαι εδώ''. Του είπα: ''Τώρα κάθισα κι εγώ''. Αμέσως σηκώθηκε κι έφυγε. Απ' εκείνη τη στιγμή με αντιπάθησε πάρα πολύ και κάθε φορά που με έβλεπε φώναζε: ''Θα σου σπάσω ΟΛΑ ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ''. Κάποιος άλλος τρόφιμος μου είπε να μην φοβάμαι, διότι αν με έδερνε θα τον έδιωχναν απ' το άσραμ. Αλλά αν με ένα χτύπημα μου έσπαζε τα δόντια, τι σημασία θα είχε για μένα αν μετά τον έδιωχναν; (Έτσι κι αλλιώς, αυτός δεν ήταν μόνιμος, θα έφευγε μετά από κανένα χρόνο).

Μίλησα για το θέμα στην πνευματική μου δασκάλα, η οποία καθοδηγούσε τα πράγματα στο άσραμ. Μου είπε: ''Σανκάλπα, αν μπορείς να αγαπήσεις αυτό τον άνθρωπο, μπορείς να αγαπήσεις όλους τους ανθρώπους! Δες το σαν μια μεγάλη ευκαιρία που σου δίνεται. Τον φίλο του ο καθένας τον αγαπάει, αλλά μπορείς να αγαπήσεις τον εχθρό σου;''

Της είπα: ''Σουάμιτζι, εγώ δεν θέλω να ακολουθήσω τη διδασκαλία του Χριστού. Είμαι ένας απλός άνθρωπος και θέλω να κρατήσω την ασφάλειά μου και τα σύνορά μου με τους άλλους''. Μου είπε: ''Πίστεψέ με, Σανκάλπα, μέχρι η καρδιά μας να ανοίξει πέρα από τα σύνορα αυτά, δεν υπάρχει ευτυχία. Δεν υπάρχει ευτυχία στη συνηθισμένη ζωή. Για να ευτυχίσεις, χρειάζεται να ξεπεράσεις τους τωρινούς περιορισμούς της καρδιάς σου''. Της είπα: ''Σουάμιτζι, νιώθω πολύ επιθετικά προς αυτόν. Τι να κάνω;'' Είπε: ''Μην ενδίδεις στις επιθετικές διαθέσεις του νου σου. Παρατήρησε αυτή την επιθετικότητα και αποστασιοποιήσου από αυτή. Να είσαι πάντα φιλικός και ανοιχτός προς αυτόν, σα να 'ταν αδελφός σου. Αυτό θα επηρεάσει και τον ίδιο για να ξεπεράσει τη δική του επιθετικότητα. Είμαστε όλοι σε ένα καράβι και χρειάζεται να κρατήσουμε το πηδάλιο με σταθερά και σοφά χέρια, για να μη συγκρουστεί στα βράχια''.

Μία μέρα συνέβη το εξής: Ήμουν καθισμένος στο πεζουλάκι έξω απ' τις τουαλέτες, και αυτός, πίσω μου, κατέβαινε απ' τις τουαλέτες για να βγει έξω. Μόλις με είδε ταράχτηκε. Τις τελευταίες μέρες με απόφευγε και δεν περνούσε από κοντά μου, αλλά τώρα δεν είχε επιλογή γιατί ο χώρος ήταν στενός. Τον άκουσα να οπισθοχωρεί, πίσω μου, και να λέει: ''Όχι, όχι, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό Σανκάλπα, δεν μπορείς να κλείνεις το πέρασμα στους άλλους...''. Και ξαφνικά τον είδα, με μια αποφασιστική κίνηση, να έρχεται προς τα εμένα, προφανώς για να μου χυμήξει. Πετάχτηκα πάνω έντρομος και υποκλινόμενος μπροστά του είπα: ''Μα Ράκα, όχι, προς Θεού, ο δρόμος είναι ανοιχτός, πέρασε...!'' Και τότε ένα απίστευτο πράγμα συνέβη. Τον κοίταξα στα μάτια κι αισθάνθηκα ότι αυτός υπέφερε πιο πολύ από μένα. Και με μιας ο φόβος κι ο θυμός μου πέρασε κι αισθάνθηκα συμπόνια.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα τι εννοούσε ο Χριστός όταν έλεγε: ''αγαπάτε αλλήλους''. Δεν μιλούσε για το γείτονά σου, αλλά γι’ αυτόν που μένει στην απέναντι όχθη. Δεν μιλούσε για τον οικείο σου, αλλά για τον άνθρωπο που έχει διαφορετική πεποίθηση από σένα. Αισθάνθηκα ότι η ευτυχία πράγματι περιμένει αυτούς που, κατεβάζοντας την ενέργεια από το νου στην καρδιά, ξέρουν να μετατρέπουν τις εκλεπτυσμένες εκφράσεις και τα πονηρά διανοήματα σε μια άδολη και παράλογη επικοινωνία.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Απόσπασμα από επιστολή μου με θέμα την "εσωτερική δουλειά" που χρειάζεται να κάνουμε για να ξεπεράσουμε (όχι να "καταπιέσουμε") τα απωθημένα από την παιδική μας ηλικία

Είναι μία ή ώρα και γράφω αυτό το γράμμα από τις έξι περίπου. Φανταζόμουν ότι μέχρι το βράδυ θα το τελείωνα. Πριν ένα τέταρτο ήρθε ένας γείτονας και χτυπούσε την πόρτα, σώνει και καλά να μου μιλήσει. Τελικά αναγκάστηκα να απαντήσω: «Δεν μπορώ τώρα. Σε παρακαλώ πες ό,τι θέλεις και φύγε. Πες ό,τι θέλεις και φύγε.» Έφυγε. (Έχει έρθει κι άλλες φορές και ξέρω ότι δεν θέλει τίποτα το ιδιαίτερο.  Σε λίγο ή αύριο, όταν υπάρξει ευκαιρία, θα μπορέσω να του μιλήσω.) Αλλά απλά και μόνο επειδή έβαλα τη φυσική ενέργεια και φώναξα, μου έφυγε η πνευματική ενέργεια και τώρα δεν μπορώ να γράψω. Κάθομαι να γράψω αλλά δεν αντλώ από ένα βαθύ μέρος μέσα μου.

Τι θα έπρεπε να κάνω; Προσπαθώ να κερδίσω χρόνο. Θα μου ξαναέρθει η έμπνευση; Δεν νιώθω το ίδιο μου το πνεύμα, νιώθω το βάρος των δαχτύλων που δακτυλογραφούν, το βάρος του σώματος.

Υπάρχει μια βασική δυαδικότητα στη ζωή. Η ύλη και το πνεύμα. Περνάμε όλη μας τη ζωή φροντίζοντας την ύλη – γιατί είμαστε αναγκασμένοι, γιατί έτσι πρέπει ή γιατί αυτό επιθυμούμε, αυτό μάς φαίνεται να έχει νόημα.

Και τελικά μια ωραία μέρα ο θάνατος έρχεται, τραβά το σώμα κάτω στη γη και ελευθερώνει την ψυχή.

Αλλά η ψυχή χωρίς σώμα δεν είναι ο πλήρης εαυτός μας. Είναι ο μισός εαυτός, και κάποτε θα εκδηλώσουμε ξανά τον υλικό εαυτό μας, ενωνόμενοι και πάλι με ένα σώμα στην ύλη.

Μέχρι που και αυτό θα φθαρεί, και θα χρειαστεί να ξαναφύγουμε, και θα συνεχίσουμε σε έναν κύκλο ερχομών και αναχωρήσεων, χωρίς να ξέρουμε τι μας κινεί, τι είναι αυτό που ψάχνουμε, πού βρίσκεται η εκπλήρωση, ποιον δρόμο πρέπει να τραβήξουμε.

Άπειρες είναι οι λύπες που θα νιώσουμε, κι είναι πιο έντονες, πιο ισχυρές απ’ τις χαρές, γιατί κάθε χαρά της ζωής σκιάζεται από το φόβο του θανάτου.

Αρρώστιες, οικονομικά προβλήματα, ένας κόσμος όπου όλα είναι χωριστά – είσαι χωρισμένος από κάθε υλική και συναισθηματική πηγή ευτυχίας. Ζεις διχασμένος.

Οι πνευματικές διδασκαλίες σε κάνουν να θυμηθείς αυτό το κομμάτι που σου λείπει, το αιώνιο, και σε καθοδηγούν στο να χρησιμοποιήσεις την εμπειρία σου στην ύλη για να το βρεις. Το μόνο που χρειάζεται πάντα να θυμάσαι είναι ότι η πηγή της ολοκλήρωσης δεν είναι υλική, γιατί και η ίδια η ύλη είναι διχασμένη σε πολλές μορφές, διαρκώς πεθαίνει, αλλοιώνεται, φθείρεται και υποφέρει.

Είναι άφαντη, αόρατη η αθάνατη ουσία. Βρίσκεται μέσα στον ίδιο σου τον νου. Δεν είναι η σκέψη, δεν είναι το συναίσθημα, δεν είναι η αντίδραση, δεν είναι η πίκρα, δεν είναι τα απωθημένα, δεν είναι καμιά ελπίδα για ευτυχία στην ύλη, για μια καινούργια και χαρούμενη μέρα, για ένα παιχνίδι με τους φίλους στο πάρκο ή ένα κολύμπι στη θάλασσα.

Δεν είναι η σκέψη που σχετίζεται με οτιδήποτε γήινο, εντυπώσεις που εισέρευσαν μέσα μας κάποια στιγμή της ζωής μας και μας γέμισαν με φόβο ή πόθο, με αρέσκεια ή απαρέσκεια.

Όλη τούτη η φαντασμαγορία –των αντικειμένων, των συναισθημάτων, των μνημών, των απωθημένων, όλη τούτη η εναλλαγή των υλικών και νοητικών εμπειριών, έχει μια κοινή πηγή. Ακριβώς όπως, όταν κοιμόμαστε, όλος ο κόσμος που βιώνουμε προέρχεται απ’ το νου μας, από ένα κοινό κέντρο, ομοίως και στην εγρήγορση το ίδιο το σώμα μας και μαζί τα αντικείμενα που το περιβάλλουν προέρχονται από μια κοινή πηγή, μια αχτίδα. Πού βρίσκεται αυτή; Ακριβώς όπως ο ήλιος φωτίζει από ψηλά στέλνοντάς μας τις αχτίδες του, με τον ίδιο τρόπο υπάρχει μια αχτίδα, εκπορευόμενη από έναν νοητικό ήλιο, που είναι η ίδια η ραχοκοκαλιά του κόσμου όπου ζούμε. Γι’ αυτό, αν προσέξεις, στην κβαντική φυσική περιγράφεται μια κεντρική ενέργεια απ’ την οποία όλα τα σωματίδια της ύλης ξεπηδούν. Αυτή η ενέργεια σε αδρανή μορφή είναι αυτό που αποκαλούμε «νου» μας. Ο ίδιος ο νους μας είναι η αχτίδα που μας ενώνει με το κέντρο του κόσμου, που μας εκπληρώνει φανερώνοντας ως άλλες μας πλευρές τα πράγματα και τους ανθρώπους που μέχρι τώρα θεωρούσαμε ξένους προς εμάς – τους γονείς μας, την πείνα, το φονιά μας. Όταν όλα γίνονται ένα, και αποκαλύπτεται η ενέργεια που τα γέννησε και ταυτιζόμαστε με αυτή, δεν υπάρχει πια θάνατος. Γιατί δεν υπάρχουν επί μέρους υπάρξεις. Πώς θα ταυτιστούμε με αυτό που δεν πεθαίνει; Ποιος είναι ο τρόπος η συνείδηση του όντος να αποκτήσει ανεξάρτητη και πλήρη ζωή; Χρειάζεται, σε κάθε εμπειρία μας, να επισημαίνουμε και να ταυτιζόμαστε με την ενεργειακή πλευρά της εμπειρίας. Κάθε φόβος έχει πίσω του μια ενέργεια. Κάθε έχθρα έχει πίσω της μια ενέργεια. Αυτή μπορεί να σε κάνει να κλάψεις, να αυτοκτονήσεις, να ουρλιάξεις. Υπάρχει ένα πυρ που διαπερνά την ύπαρξη και που το νιώθουμε στην ύλη, το νιώθουμε στην καρδιά μας. Απομονώνοντας αυτή την πύρινη πλευρά της εμπειρίας μας, συσσωρεύοντάς την και θρέφοντάς την με πύρινα βιώματα (η νηστεία, ας πούμε, προσφέρει ένα πύρινο βίωμα) βάζουμε φωτιά στο νου μας. Φέρνουμε μια έκρηξη στο νου μας η οποία αφυπνίζει την Αχτίδα – την ένωσή μας με την κεντρική ενέργεια του σύμπαντος. Μέσα στα χρώματα του ουράνιου τόξου της βλέπουμε τότε τις διάφορες εμπειρίες μας, τους διάφορους φόβους και πίκρες μας, το όλο σόου αυτού του κόσμου, αλλά εμείς είμαστε έξω από αυτό. Συγχρόνως, όλο αυτό είναι μέσα μας. Ενώ είμαστε έξω από οτιδήποτε περιορισμένο –όπως ο θεατής διαφέρει από τον ηθοποιό που βλέπει στη σκηνή-, ταυτόχρονα η Αχτίδα αυτή φωτίζει το νου μας και μας κάνει να βιώνουμε εκ των έσω το κάθε πράγμα που αυτή η Αχτίδα δημιουργεί. Το σώμα μας πάλλεται στο κέντρο του κόσμου, δονείται ενεργειακά στην ίδια συχνότητα με την πηγή.

Τότε δεν υπάρχουν ούτε εχθροί ούτε φίλοι, ούτε χαρές ούτε λύπες, ούτε ελπίδες ούτε απογοητεύσεις.

Υπάρχει μια κατάσταση πληρότητας μέσα στην ουσία, η οποία δεν μπορεί να περιγραφεί.

 

Το παραπάνω κομμάτι το έγραψα ως μια προσπάθεια να αντιμετωπίσω δημιουργικά την πτώση της ενέργειάς μου που επήλθε με την επίσκεψη του γείτονα. Είχα θυμώσει πολύ με την επίσκεψή του (με την επιμονή του) και ο αγριεμένος νους μου πεταγόταν πάνω, τον έπιανε από το γιακά και τον χτυπούσε. Τέτοιος είναι ο νους. Είναι μια τρελή μαϊμού, δαγκωμένη από φίδι. Πώς να καθυποτάξεις το νου, πώς να ηρεμήσεις το νου, πώς να φέρεις αρμονία και χαρά, το δημιουργικό και το απρόοπτο, μια αίσθηση ζωής; Μα μήπως δεν είναι ζωή ο θυμός αυτός; Στην εξωτερική ζωή βγαίνεις θυμωμένος από το σπίτι, βροντάς την πόρτα του γείτονα, του λες «γιατί με ενόχλησες πρωτύτερα; Μου κατέστρεψες την έμπνευση», τον βρίζεις ή οπλίζεις το δίκαννο και βαράς. Στην εσωτερική ζωή αφήνεις όλη αυτή την μπόρα να ξεσπάσει μέσα σου. Μπορεί να βρέχει μερόνυχτα και πολλές φορές μπορεί να μουσκευτεί το μαξιλάρι σου από απρόσκλητα δάκρυα. Αλλά τελικά, κρατώντας την μπόρα μέσα σου και αντέχοντας το ξέσπασμά της, αφυπνίζεται και ρέει ένα μέχρι πρότινος άγνωστο σιντριβάνι, που σε δροσίζει κάτω από τον ήλιο.

Τι δόξα έχει το σώμα το φωτεινό! Το σώμα το ενεργειακό, το σώμα το αθάνατο, πώς λάμπει! Έχεις δει ποτέ αθάνατο σώμα; Έχεις δει σώμα από λαμπερή ουσία; Είναι σαν να βλέπεις τον ήλιο, μία φλογερή διάνοια που σε διατρυπά και γνωρίζει τα μυστικά σου.

Συμβαίνουν όλα πέραν του χρόνου και του χώρου. Η πικρία έχει τη δική της λογική. Οι μνησίκακες πράξεις έχουν τη δική τους λογική. Η ειρωνεία, η κοροϊδία, η θυμωμένη απόρριψη, έχουν τη δική τους λογική.

Αλλά το σώμα που λάμπει έχει τη δική σου λογική. Είναι ο ίδιος σου ο βαθύτερος νους.

 

 

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

 

Ο κλόουν

Κι έσκασε ένα σύννεφο πελώριο και μούλιασε ο ήλιος μέσα του και χλώμιασε
και στο τυφλό παραλήρημα ένας κλόουν γρύλισε πάνω στην πέτρα,
χωνί σκούφος στην κεφαλή, παρδαλό τραγίσιο πανταλόνι
και στους ώμους νεραϊδίσιο τριχωτό σάλι
και γρύλισε ο κλόουν και σφύριξε και τσίρλιξε και ρόγχισε:
θα μας μιλήσει για τη ζωή μας!
Και σηκώνει το ποδάρι, μια σβούρα το περνά, χορεύουν τα δάχτυλα, κοροϊδευτικά, περγελώντας,
δεύτερη σβούρα, τρίτη σβούρα
και ξάφνου καπνός τυλίγει την πέτρα και απ’ το χάος δυο κάμποι γεννιούνται
κι όπου φτάνει το μάτι σου ύαινες χορεύουν και ρεύονται και χάσκουν σκασμένα, τρελό γλέντι,
έσφαξαν και τρία αρνιά, άναψαν και μια φωτιά
κι είναι η φωτιά πελώρια και σφαδάζει και ανατρώει τα ίδια της τα σωθικά
κι οι ύαινες μπαίνουν μέσα στη φωτιά κι απ’ τα φλεγόμενα κόκαλα πράσινο μεθύσι ο πόνος ξεχειλίζει
και έγινε ο ουρανός καθρέφτης και στο γυαλί αγάπη φάνηκε πολλή,
μεγάλη λογική αγάπη και κτήρια πανεπιστημιακά και φωνές φιλοσόφων,
αρχηγοί αγέλων που θα σώσουνε το σύμπαν,
ατέλειωτο το πανηγύρι στις ντίσκο και στα κλαμπς
κι ήταν αυτός ένας ιδιαίτερος λαός, ο λαός του Θεού.

Καίει η φωτιά, μεγαλώνει η φωτιά και φουντώνει. Μπαίνουν μέσα οι ύαινες, σωρός η στάχτη. Γιγάντια λαμπάδα που υψώνεται τη μοίρα της ν’ αναζητήσει και ψηλώνει και ψηλώνει και κοντεύει τον ουρανό.
Κι άξαφνα, αναπάντεχα, στριγκό ράγισμα. Φτάνει η φλόγα τον καθρέφτη και τον ανοίγει
και σηκώνει ο κλόουν το δεύτερο πόδι και χορεύει
και στάζει, τώρα, ο ουρανός, αίμα.
Στριγκλίσματα, αναστενάγματα, λαχανιάσματα, βουρβουρητά,
σα λαμαρίνες που σχίζονται, σα βράχοι που χτυπάει πάνω τους αξίνα, σα σίφουνας που παρασύρει και σκοτώνει,
απίστευτο κακό.
Ράγισε ο ουρανός και τρέχουν τα κολασμένα πράματα έξω απ’ τον καθρέφτη να σωθούνε,
σπαράζει η πλάση, άλογα χλιμιντρίζουν,
πηδάει ο κλόουν, χορεύει, ιδρώνει και στριφογυρίζει σαν τρελός.
Και ξάφνου ερημιά, σαν όλα που σωπαίνουν, σαν το κάθε τι που σπάει, σαν να εξαντλήθηκαν οι ύαινες να μην πεθαίνουν πια,
απίστευτο κακό, απροσδόκητη ανησυχία, νομίζεις κουνιέται η γη, ανοίγει και βουτάνε μέσα της απερίγραπτες μορφές αγωνίας.
Τα πανεπιστήμια ερείπια, οι φιλόσοφοι λούφαξαν, κόπηκε το ρεύμα στις ντισκοτέκ, σκυλιά τριγυρίζουν στις σκοτεινές ξεχασμένες πόλεις και ουρλιάζουνˑ
αναστέναγμα σωστό, κάτι συμβαίνει, σαν κάτι να περιμένει, σαν να μην μπορεί μάτι τσακαλιού το σκοτάδι να σχίσει πια.
Αγωνία. Υπόκωφα σουρσουρίσματα. Πονηρές κρυμμένες ματιές.
Χορεύει ο κλόουν, πότε με το ένα ποδάρι, πότε με το άλλο
και πάνω στην τελευταία στιγμή σηκώνει και τα δυο πόδια στον αέρα και χάνεται στο κενό.

                   
Στο παραπάνω ποίημα το πρώτο μέρος τελειώνει με τα λόγια:
                            "κι ήταν αυτός ένας ιδιαίτερος λαός, ο λαός του Θεού."

                  Έχω γράψει κι ένα εναλλακτικό δεύτερο μέρος, που είναι το εξής:

Κάτω στον κάμπο το θέαμα αγνώριστο, γέμισε ο δίκαμπος λυκάκια και κουνούν την πάνχοντρη ουρά τους και γρυλίζουν
γιατί κοιτούν την κόκκινη μάνα που τσιρίζει, ρόγχος θανάτου βαθιά στα σωθικά της, νικηφόρο ούρλιαγμα Χάρου
και η μεγάλη μάνα δουλεύει ασταμάτητα.
Και πήρε πάνω της η φωτιά κι έφτασε πολλές φορές το μέγεθός της
κι έγλειψαν οι απανωφλόγες της το γυαλιστερό τίποτα,
χόλιασε το γυαλί κι έσπασε και ρυτίδες έλουσαν την επιφάνειά του
κι από το μέσα του σακούλες τσίγκινα νεύρα ούρλιαξαν και έσκουξαν και κραυγές ακούστηκαν ατέλειωτες
και φάνηκε ο γελωτοποιός πάνω στο βράχο και κύκλωσε το άλλο το ποδάρι, "δεύτερη πράξη" σάλιωσε και σήκωσε τα χέρια του και τ' άνοιξε
κι από την αγκαλιά του μια έρημος ξεφύτρωσε και από το χώμα μια ταμπέλα έφτανε μέχρι τον ήλιο κι έσταζε αιμάτινα γράμματα "Ανθρώπινος Πόνος".
Μαυροντυμένα γεράσματα έσερναν ακούραστο μοιρολόι
και βρέφη, σκατά δύο ή τριών χρόνων μάζευαν σπασμένα τούβλα και πύργωναν φρούρια και απάτητες πολεμίστρες.
Και μες στα χαλάσματα νέοι του πολέμου εκπαίδευαν τους μυς τους για τη μάχη
και κοπελούδες της παντρειάς άνοιγαν τα στήθη τους και τα 'δειχναν στον ουρανό μήπως έχει τίποτα να μηνύσει.
Και από τα σύννεφα βροντές έσπασαν το ασάλευτο χάλι
κι έβρεξε ο ουρανός βαθυκόκκινο γκριζαρωπό αίμα
και οι παρθένες άπλωσαν τα χέρια και λούστηκαν με αυτό
και οι μάνες έβαλαν προσκεφάλι τα μωρά, γιατί το αίμα πιο πολύ απ' όλους τα μωρά το γιόρταζαν.
Κι έσκασε πάνω στο βράχο ο κλόουν και ήταν ένα αστείο ξεπνεμένο και χλωμό να τον λυπάσαι,
σήκωσε τις δυο πατούσες ψηλά, "Τρίτη Πράξη" γέλιωσαν και ξεψύχησε
κι απ' την ψυχή του μια πολιτεία τσιμέντωσε δύο τριχόρταρους κάμπους
και γαλαζοκόκκινοι πάνκηδες ονόμαζαν ερειπωμένους τοίχους "Ελευθερία ή θάνατος"
και μπροστά από τους πάνκηδες μαύρα αλεξίσθωτα διαστημικά λεωφορεία διαφήμιζαν περφάνια και πληρότητα,
τρεις κραυγές νεογέννητων μαχαίρωσαν τη σιγαλιά
και από μια πολυτάραχη άχρωμη τηλεόραση
εικόνες και ήχοι αγκάλιαζαν τους πεθαμένους
και με περίσσιο μπρίο χωράτευαν μαζί τους για το Χάρο.
Και ψηλά ο καθρέφτης της γης, ο ουρανός
και μια φωτιά έκαιγε διαρκώς τα σωθικά της
και είπαν πως την αχόρταγη αυτή φωτιά την είπαν, ήταν,
ο Ήλιος.

 

 

Ποιήματα

 

Η παρακάτω σειρά ποιημάτων εκφράζει την έμπνευση που δέχθηκα
από την κουλτούρα της γιόγκα

 

 

Για την ελπίδα

Ψυχή μου ανέβαινε και μη θλίβεσαι.
Χιλιάδες διάβολοι πίσω σου σε προγκούν και σε σπρώχνουν
χιλιάδες άγγελοι μπροστά κλαίνε και σε τραβούν
ανέβαινε ψυχή μου και μη θλίβεσαι
ο ήλιος σύντομα στη ράχη του βουνού θα πατήσει
στο κενό θα πηδήξει
και την πιο πικρή σου θλίψη
θα πνίξει στο φως.

Ψυχή μου ανέβαινε και μη θλίβεσαι.
Διάβολοι τους θεούς αγκαλιάσαν, βούλιαξε η αλήθεια, πνίγηκε
κι έτρεξε ο ήλιος τη φωτιά να δροσίσει με το δάκρυ μιας μήτρας που τρελή
τους σπονδύλους του χάους σκαρφάλωνε και γελούσε.
Ανέβαινε ψυχή μου και μη θλίβεσαι.
Διάβολοι πια δεν υπάρχουν κι οι άγγελοι στον Άδη κοιμούνται
και μες στου εφιάλτη τον ιδρωμένο αγώνα γιατί προσπαθούν να εξηγήσουν, γιατί
ζογκλέρ ζήτησες να πας στου Θεού το σκοτεινό τσίρκο
και σε μια στιγμή των ελπίδων σου τα σπίρτα άναψες και το φώτισες.

Ανέβαινε ψυχή μου, ανέβαινε και μη θλίβεσαι.
Δεν υπάρχει διάβολος, άγγελος, φως, σκοτάδι ή χάος.
Η μυρωδιά των σπίρτων που τόλμησες κι έκαψες είναι η μόνη αλήθεια
που ανεβαίνει γελώντας του ουρανού την αόρατη σκάλα
και τον αχό τη σιωπής σφυρίζοντας στης αγάπης, στης ανάγκης το τρομαγμένο αυτί
τσιγγάνικα τσόκαρα στου μηδενός το τερέν χτυπά και βροντά
και χορεύει τη λύτρωση.

------------------

Προσευχή στο Θεό

Θεέ μου σε παρακαλώ έλα στη ζωή μου.
Σε παρακαλώ έλα στη ζωή μου.
Εισχώρησε στη ζωή μου. Έλα και μείνε.
Έλα στη ζωή μου. Προσάρμοσέ την σε σένα.
Άνοιξε το μυαλό μου και μπες μέσα.
Σε παρακαλώ εισχώρησε στην ψυχή μου.
Τίμησε την ομορφιά μου. Πρόσεξε την ομορφιά μου. Χάιδεψε την ομορφιά μου.
Πες μου πως σ’ αρέσω και πως με ποθείς. Πες μου πως έχεις την εικόνα μου στο νου σου.
Μια εικόνα χωρίς ατέλειες. Μια ιδεατή εικόνα.
Το στήθος χωρίς την ελιά. Τη μέση χωρίς τα κιλά. Τη ζωή χωρίς το βάρος και το θάνατο. Το νου χωρίς το φόβο.

Στο σκηνικό της ζωής μου υπάρχουν περίσσια έπιπλα. Φτιάξε το σκηνικό απέριττο.
Στο βιβλίο της ζωής μου δύο κεφάλαια θέλουν ξαναγράψιμο.
Το φαγητό μου θέλει άλλο επιδόρπιο.
Στη συμπεριφορά μου ξέχασα τους τρόπους της κοσμιότητας.
Τι σημασία έχει ποια αλλαγή χρειάζεται
για να με βρίσκεις όμορφο, ποθητό και αγαπητό;
Άκου, τη σκακιέρα ταρακούνα τελείως, ανάτρεψε τα πιόνια όλα.
Και μετά ανόρθωσε μόνο τα δικά σου τα πιόνια.
Γιατί δεν έχω κάτι για να πολεμήσω. Θα συνθηκολογήσω.
Μονάχα τρόμο νιώθω σαν η βασίλισσά σου ζυγώνει το βασιλιά μου.

Δεν έχω κάτι για να πολεμήσω.
Θα συνθηκολογήσω.
Η ισχυρή σου βασίλισσα ας αλώσει τα εδάφη μου.
Ας γίνω υπασπιστής της, άντρας της ή σκλάβος.

Τίμησε την ομορφιά μου. Θώρησε την εικόνα μου την τέλεια.
Από το στήθος βγάλε την ελιά, από την ψυχή το φόβο και το βάρος.
Κι από την καρδιά μου βγάλε τα μαύρα τα γυαλιά
που το φως σου μειώνουν,
τη σκέψη τη μαύρη που θαρρεί άρχοντά μου άλλον.

----------------------------


Ο Θεός είναι το στήριγμά μου κι η ελπίδα μου. Είναι αυτό που αποβλέπω στη ζωή. Ο λόγος που ζω. Όπου πηγαίνω.
Δεν υπάρχει άλλη ελπίδα απ’ το Θεό. Τα δυο χέρια του ανοίγουν να μ’ αγκαλιάσουνˑ δεν υπάρχει άλλο λιμάνι.
Ο Θεός είναι το α και το ω. Η μόνη παρηγοριά. Η ζέστη μες στο χειμώνα. Η δροσιά. Έξω απ’ το Θεό, χάνω πού πηγαίνωˑ ξεχνάω ποιος είμαιˑ αν κάτι θέλωˑ αν υπάρχει κάτι καλό.
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο που ποθώ.

---------------

 

Μετενσάρκωση

Όλα οδεύουν στο τέλος τους.
Τίποτα δεν ξαναγυρνάει, τίποτα δεν ξαναγεννιέται.
Πότε έγινε ο άντρας αγόρι μικρό;
Και πότε έγινε το έτοιμο κτίριο πάλι τα θεμέλιά του;
Πότε έγινε η πεταλούδα χρυσαλλίδα
και πιο σπασμένο τζάμι ξαναενώθηκε;
Μόνο ο νους μας επιστρέφει στις ίδιες χαρές και τις λαχταρά,
εκείνη η FANTA που ήπιαμε στην παραλία,
εκείνο το πόκερ όπου κερδίσαμε διακόσια ευρώ,
εκείνο το παιδάκι που γνώριζε τα τρικ που του μάθαμε,
που ζούσε τη ζωή με βάση τα δικά μας μοτίβα.

Οι δορυφόροι έχουν ένα σαφή σκοπό.
Κινούνται σε κύκλους, αναζητούν πάλι την αρχή τους.
Μένουν δεμένοι με κάποιο τόπο,
περνούν πάλι απ’ τα ίδια μέρη.

Μα το τέλος του ανθρώπου δεν είναι πάλι μια αρχή.
Είναι μια τελική τελεία, μια τελεία και παύλα.
Είναι ένας πύραυλος που έφυγε από ένα σημείο της Γης
και ανέβηκε ξεχνώντας το στο διάστημα και χάθηκε.

Ό,τι τελειώνει, δεν ξαναρχίζει.
Ό,τι πεθαίνει, δεν ξαναγυρνά.
Είναι οι επιθυμίες μας οι οποίες ποτέ δεν πέθαναν
που αναζητούν τα παλιά τους λημέρια μέσα σε καινούργια σώματα.

Είθε να γίνουμε πύραυλοι που δεν επιστρέφουν,
είθε να γίνουμε πουλιά που δεν ξαναγυρνούν,
είθε να κατοικήσει το διάστημα στην καρδιά μας
και να φτερουγίζουμε ανέμελα από άστρο σε άστρο.

Γιατί όλα οδεύουν στο τέλος τους.
Πότε έγινε ο άντρας αγόρι μικρό
και πότε μας έφερε η μεγαλύτερη ευτυχία μας
στον ύστατό μας προορισμό;

------------------------------

Η έλλειψη εκπλήρωσης στη ζωή

Γεννιόμαστε ανεκπλήρωτοι, ζούμε ανεκπλήρωτοι και πεθαίνουμε ανεκπλήρωτοι.
Ο σύζυγός μας συνεχίζει να ζει και σαν εμείς έχουμε χαθεί.
Τα παιδιά μας συχνά μας ξεχνούν αφού ενηλικιωθούν.
Εκείνο το όμορφο το γλυκό, που δοκιμάσαμε στη χώρα την ξένη,
δεν υπάρχει πια, η συνταγή του χάθηκε.

Η κανάτα μας δεν γεμίζει. Ο πάτος της είναι τρύπιος.
Η ψυχή δεν γεμίζει. Οι εμπειρίες της περνάνε και ξεχνιούνται.
Οι καθρέφτες ποτέ δεν μας δείχνουν το αληθινό μας πρόσωπο.
Διαστρεβλώνουν την αριστερή πλευρά σε δεξιά.

Μην ζητάς την εκπλήρωση σε αυτή τη Γη.
Άσε τους πλανήτες να χορεύουν.
Βγες από το πάρτυ, κλείσε την πόρτα πίσω σου.
Βάδισε το μοναχικό το δρόμο, σφυρίζοντας ανέμελα.

Μόνο τότε ο σύζυγος θα πεθάνει μαζί σου
και τα παιδιά θα σε θυμηθούν
και ο τρύπιος ο πάτος θα βουλωθεί
και η συνταγή του γλυκού θα βρεθεί.

Όταν το κενό γεμίσει με κενό και ο καθρέφτης εμφανίσει την αριστερή πλευρά ως αριστερή.

-----------------------

Ο στόχος των ποιημάτων μου

Τα ποιήματα που γράφω έχουν ένα στόχο σαφή.
Προσπαθούν να αποκαλύψουν πίσω από συναισθήματα γήινα, τα οποία με πιέζουν,
μία αιώνια ουσία που τα δημιουργεί και τα συντηρεί.
Είναι τα συναισθήματα νοητικά ή σωματικά;
Είναι χημικά; Είναι εγκεφαλικά;
Άσχετα με το πεδίο στο οποίο εκδηλώνονται,
προσπαθώ να εκφράσω την πηγή τους.
Τόσο το ψωμί όσο και το κεκ φτιάχνονται από αλεύρι.
Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες φτιάχνονται από βιολογική ουσία.
Πράγματα που μοιάζουν διαφορετικά μεταξύ τους, μπορούν να έχουν μια κοινή πηγή.
Μίσος, θυμός και έρωτας, φόβος και πονηριά.
Από πού έρχονται;

Η διαίσθησή μου μου λέει:
Όταν βλέπεις το κέικ, βλέπε τη ζύμη.
Όταν βλέπεις τη γυναίκα, βλέπε το κορίτσι.
Όταν βλέπεις τη βροχή, βλέπε τα σύννεφα.
Σε όλα βλέπε την αρχή τους.
Πίσω από κάθε γήινο συναίσθημα
κρύβεται μια αιτία αιώνια, που το δημιουργεί και το συντηρεί.

Τα ποιήματα που γράφω δεν έχουν σαφή στόχο.
Είναι τυχαία ποιήματα, αυθόρμητες αντιδράσεις.
Είναι το κοριτσίστικο το όνειρο μέσα στη μεγάλη γυναίκα.
Είναι η θρέψη στα διάφορα αρτοσκευάσματα.
Είναι το σύννεφο που δημιούργησε τη βροχή.
Είναι όχι το πουλί που φτιάχνει τη φωλιά του στη βεράντα μου,
μα το πουλί που ξεκινά από πολύ μακριά, από ζούγκλες της Μαλαισίας,
και τα πολύχρωμα φτερά του και τα τιτιβίσματά του
είναι μαζί μου πολύ πριν πετάξει πάνω απ’ το Μεγάλο Ωκεανό.

Τα ποιήματα που φτιάχνω έχουν ένα στόχο σαφή.
Φέρνουν τη μεγάλη γυναίκα στον κοριτσίστικο αυθορμητισμό της.
Φέρνουν τα πουλιά στις άφτιαχτες φωλιές τους.
Φέρνουν το νου μας στην άκρη του βουνού
για να ατενίσει τον ορίζοντα απ’ όπου ήρθε κι όπου επιστρέφει.

Ποια είναι τα συναισθήματα τα γήινα και ποια τα αιώνια;
Ποιες οι μαλαισιανές φωλιές και ποιες οι ελληνικές;
Τα πουλιά πάντα πετούν
και χτίζουν τις φωλιές τους πάντα στον ίδιο τόπο.

-----------------------------------------

Κάθε άνθρωπος είναι έκδοση του εαυτού μας·
μια παραλλαγή της ψυχής μας·
συναισθήματα ανομολόγητα και κρυφά.
Είναι αυτό που σκεφτόμαστε μέσα σ’ αυτό που σκεφτόμαστε
και αυτό που θα θέλαμε να κάνουμε
όταν γέροι κοιτούμε τη δύση.

Όλοι σε μια στιγμή γεννούμαστε
και κινούμαστε
μετρώντας τούτη τη στιγμή·
με το ίδιο μυαλό.
Μια τελεία που ταξιδεύει
διαπερνώντας
τον λογικό και τον τρελό.

----------------
Ο μυστικός κανόνας της αγάπης
που μπορεί στη ζωή μας αξία να δώσει
είναι την αγάπη απ’ την αγάπη μας να μην αποσύρουμε
όταν νιώσουμε πως αυτή πια δεν μας ανήκει.

Είναι η πραγματική αγάπη
ένα πουλί που έκλεψε την αγάπη μας
και μασουλίζοντάς τη σε ξένους ουρανούς πετά.

--------------
Ό,τι βιώνουμε,
ό,τι κάνουμε και ελπίζουμε και σκεπτόμαστε και παθαίνουμε,
είναι απόχρωση στα μάτια μας
και το μάτι της σοφίας
δεν είναι παρά οι αποχρώσεις που ενώθηκαν στο λευκό φως.

-----------------
Μη ρωτάς αν αλήθεια υπάρχει,
μην ποθείς την αλήθεια να δεις.
Στρέψε τα μάτια στον πόθο σου.
Πίσω από τα γλυκά και σουβλερά του δόντια,
κρύβεται η αλήθεια σε κλειδωμένο κελί.

--------------------
Πάντα να κάνεις στους άλλους
ό,τι μπορείς να δεχτείς να γίνει σε σένα.
Μη φορτώσεις κανένα με βάρος
που ο ίδιος δεν μπορείς να σηκώσεις.
Στον καθένα και καθετί συμπεριφέρσου
σαν να σου κρατάει για όμηρο την ψυχή.

------------------
Το απόλυτα μικρό και το απόλυτα μεγάλο
είναι η συνείδηση τούτη που καθρεφτίζει
τον τρόπο με τον οποίο κοιτάμε την ύλη.

Αν και φαίνονται εκ διαμέτρου αντίθετα,
εν τούτοις είναι φίλοι,
και την πιο πιστή καρδιά στο Χριστό διασκεδάζουν
και γελούν σαν το Χοντρό και Λιγνό.

--------------------

Βρυχήθηκε ο ουρανός και λούφαξε η πλάση.
Άστραψε μια, δυο φορές και άρχισε να βρέχει.
Έτρεχα από δέντρο σε δέντρο.
Έψαχνα μια κουφάλα, μια σπηλιά.
Έγιναν τα ρούχα μου πανί, έτρεμα ώς το κόκαλο.
Και μέσ’ στην υγρή αγωνία ήρθε άξαφνα στην καρδιά μου
το όραμα μιας βίλας
με κήπο
με σκυλιά
με τζαμόπορτες μεγάλες
και μ’ ανοιχτά τα μάτια ονειρεύτηκα
πως πια αλήτης δεν ήμουν,
πως είχα γυναίκα και παιδιά,
και πως έρχονταν με τη σάκα την ηλιόλουστη μέρα,
αμέριμνα πατώντας στο πράσινο χορτάρι,
γονάτιζαν δίπλα στην πισίνα,
νωχελικά,
με κοιτούσαν αφηρημένα
κι ήταν σαν να μην έβρεχε πια.

Άστραψε μια, ακόμα δυο φορές
και άρχισε να βρέχει
και μέσ’ στην υγρή αγωνία νόμισα
πως πια δεν ήμουν αλήτης,
πως ήμουν ξανά δεκαπέντε χρονών
κι έπαιζα με τα παιδιά ράγκμπι
και μέσ’ στον ιδρώτα γύρναγα προς την πόρτα του σπιτιού μου
κι έβλεπα τη μητέρα μου να κεντά.
Και νόμισα ακόμα
πως βγήκα βόλτα με τον πατέρα
και πήγαμε στην αγορά
και κοίταζα ώρα ξαφνιασμένος
ένα αιωρούμενο μπαλόνι
κι ο πατέρας μού το ’κανε δώρο,
μα σαν γύρισα σπίτι νόμισα
πως το μπαλόνι ήθελε να φύγει,
άφησα την κλωστή
και χάθηκε στον ουρανό.

Και όπως έβρεχε τώρα μέσ’ στη νεροποντή,
θυμήθηκα ξανά το μπαλόνι τούτο
και κάθισα γυμνός χάμω στην κάθετη βροχή,
έκλεισα τα μάτια μου
και το είδα να διαβαίνει,
να χαιρετάει και να φωνάζει ,
μέσ’ στον δριμύ αέρα,
παράξενα σήματα που δεν καταλάβαινα,
ελπίδες που είχα ξεχάσει,
παιδικά μπουσουλήματα
κι άναρθρες χαρούμενες κραυγές.

Είδα μέσ’ στη βροχή
πως αλήτης δεν ήμουν,
πως είχα παρελθόν και μέλλον
και πως ήταν ο κόσμος ένας κήπος
που έμπαινα βόλτα με τον πατέρα,
αγόραζα ένα μπαλόνι
και δεν μου ’φευγε πια.

------------------------

Είμαστε δυο· τρεις· χιλιάδες.
Χιλιάδες οι ευχές και οι σκέψεις που μας ενώνουν.
Μα αθροιστικά αν τις σπρώξω, σωριάζονται από αστάθεια.
Χρειάζεται η έμπνευση της κάθετης γραμμής.
Ετούτος ο λόγος χρειάζεται που θα σχίσει τη νύχτα σα μαχαίρι,
με μάρτυρα ένα σκυλί που θα μείνει να κλαίει.

---------------------------

Δώσε μου τη δύναμη να πιστεύω
πως από πίστη μπορώ να Σε φτάσω
Δώσε μου τη γενναιότητα να προσπαθώ,
την ακρίβεια
του αδιάφορου πόνου,
τη γαλήνη
τ’ ουρανού που μέσ’ στη θύελλα φωνάζει και εκλιπαρεί.

Μα εκλιπαρεί ο ουρανός;
Εκλιπαρεί.
Μου κάνει νεύμα να επιστρέψω
και σαν προχωρώ
κλαίει.

Από τον ουρανό σώσε με
μα δώσε μου τη δύναμη να μην τρομάζω σαν χτυπιέμαι.
Άλειψε τα λογικά μου
Με της αγάπης την παράλογη αλοιφή.

-----------------------------

Πρέπει ο άνθρωπος να ’χει μάτια γυάλινα και κρύα.
Αδικοχαμένος χρόνος οι ελπίδες, τα γέλια, οι παραφορές.
Πρέπει να τρέχει στο χρόνο σαν καβαλάρης,
κάνοντας τεράστια άλματα, πετώντας.

Τη στιγμή που η συνείδηση χάνεται
τούτο μονάχα μένει,
μία μικρή κραυγή
μια μακρινή ηχώ
μια θύμηση, ξεχασμένη μα ζωντανή.

------------------------------

Πέρασε ο καιρός της νεότητας,
πέρασε η αγνή ευθυμία.
Πίσω κοιτώ και προσπαθώ να μαντέψω
το μυστικό που το κρυφό ανοιγοκλείνει μάτι του Χρόνου.

Από χρόνο σε χρόνο, από αιώνα σε αιώνα
γιορτάζουν και χορεύουν συναισθήματα με μπέρτες, πανοπλίες.
Μα για τον άνθρωπο με θέληση,
αλλάζει κάποτε η εμπειρία
και δεν βλέπει στο μάτι του Χρόνου
παρά πρόβατα υστερικά και τραγικά.

-------------------------------

Το σύστημα της σκέψης
μια συνεννόηση είναι απ’ το Θεό στο Διάβολο,
κλείσιμο ματιού,
μια άγρια φιγούρα.
Μα μέσα της
ηλιόλουστα γελαστά γράμματα,
μοιραία ειρωνικά,
ανεξήγητα ελκυστικά.

Μέσ’ στο θεϊκό ποτήρι
χύνει ο διάβολος ανθρώπινο δηλητήριο,
μέσ’ στο κρασί που συνεπαίρνει
κοιμάται ο σταυρωμένος Χριστός.

Τίποτα από εποχή σε εποχή δεν αλλάζει·
το ποτήρι, τα ποτήρια γεμάτα στέκονται·
συχνά βασιλόπουλα δυστυχισμένα τα πίνουν
για ένα φιλί.

-----------------------------------

Αν το νου σου θέλεις ν’ ασκήσεις
να πλησιάζει και να αγγίζει την ουσία αυτής της ζωής,
πρέπει κάπου κάτι σταθερό να κρατήσεις
– μια φλόγα στο συναίσθημα,
ένα καθρέφτισμα στο νου.

Αν μες στα νερά τού Χρόνου κολυμπώντας,
το μέλλον και τις δυνατότητές σου θέλεις να γνωρίσεις,
στην ατελεύτητη ροή χρειάζεται να στηρίξεις
μία βαρκούλα ακούνητη από τις προτιμήσεις του Χρόνου.

---------------------------------------

Αν θέλεις τη γη να γνωρίσεις,
πρέπει ξανά χώμα να γίνεις.

--------------------------------------

Μέσα σε μια μόνο στιγμή
νιώθει καμιά φορά ο πιστός
το Χρόνο μέσα του ν’ ανοίγει.
Βλέπει το Θεό σα στρατιώτη
με μαύρα γυαλιά, με γάντια, με καρφιά.
Μια στιγμή μόνο
για τον άνθρωπο που πιστεύει, φτάνει
για να σφηνώσει απόλυτα σε ράγα όλη του τη ζωή.

---------------------------------------

Αν το μυαλό σου μπορέσεις να υποτάξεις
στην αγάπη και την ανάγκη της γνώσης,
θ’ ακούσεις ένα λόγο μια μέρα
που δεν είχες μπορέσει να φανταστείς
να μιλείται απ’ τα ζώα όλα την ίδια ώρα.

----------------------------------------

Πίστη, πίστη.
Μόνο η πίστη,
δηλαδή η ένωση με κάτι ανώτερο από εμάς,
μπορεί να νικήσει.

Γιατί αν θελήσουμε το τέλειο να φτάσουμε,
άνθρωποι υποφερτοί θα κλείσουμε,
μα αν θελήσουμε άνθρωποι να κρατηθούμε,
σύντομα θα γίνουμε χώμα.

Πίστη, μόνο η πίστη μπορεί το μυαλό μας
απ’ την ακατανίκητη δύναμη με την οποία ο θάνατος το τραβά
να ξεκολλήσει.

Είναι σκλαβιά η πίστη
για τους ελεύθερους ανθρώπους,
μα για τους εγωιστές
είναι η απιστία ελευθερία σκλάβου.

Μα η πίστη είναι ταλέντο και ποιότητα.
Είναι εύκολο με το μυαλό να πιστεύεις·
είναι δύσκολο και αδύνατο με το σώμα.

-----------------------------------------

Πώς είναι όταν είσαι γεωργός
και από μια πλημμύρα το φαΐ σου στερείσαι για μια εποχή;
Πώς είναι όταν βλέπεις τη σοδειά σου
μεσ' στα νερά να σκορπίζεται και να κρύβεται;
Θλίβεσαι, μα τούτο δεν λέει τίποτα,
γιατί τα μάτια σου σίδερα βγάζουν κι αγκίστρια
και θρηνούν, γαντζώνοντας μεσ’ στη δυστυχία τους τη γη.

------------------------------------------

Μεσ' απ’ τα χωράφια τις ατέλειωτες εκτάσεις
περνά το άροτρο του χρόνου το πνευματικό.
Το οδηγεί αγαθός εργάτης
και όποιος ιδιοκτήτης φωνάξει και σπαράξει
μπαίνει στο χωράφι του και δουλεύει.
Μα είναι τ’ άρμα βαρύ
κι οργώνοντας πατά και λιώνει τον καρπό τον τυχερό
και σαν φεύγει είναι το χωράφι σου οργωμένο
μα τα μάτια σου δακρυσμένα.
Μοιάζει ο πόνος τούτος με εκείνον που νιώθει
ο γείτονας που το χωράφι του ψάχνει να βρει κι άλλη, κι άλλη τροφή.
Και το βράδυ ο ένας τρώει και κοιμάται
κι ο άλλος κάθεται στη μέση του χωραφιού
κοιτά τα άστρα και παρακαλεί.

-------------------------------------------

Σαν η αναπνοή του μυαλού σβήνει,
σαν το παράθυρο του νου κλείνει,
ακούς σε κελί όλο και πιο μακρινό
την ψυχή σου να κλαίει·
σα σκυλί,
που νιώθει πως το αφεντικό του δε θα ξαναδεί.

---------------------------------------------

Αν μια υπόσχεση πίσω στο χρόνο δεν υπήρχε
που να μιλά γι’ αυτόν που χάθηκε και γι’ αυτόν που θα βρει,
δε θα αλλάζαμε τα ραντεβού μας,
δεν θα περιμέναμε από άνθρωπο σε άνθρωπο κάτι να φανεί.

------------------------------------------

Τι παράξενη που είναι η λογική!
Είναι σαν μια συμφωνία που κλείστηκε
σε δύο τηλέφωνα
όταν ο ίδιος τρελός νέος
για να περάσει το βράδυ του
στο καθένα απ’ αυτά μίλαγε διαδοχικά.

------------------------------------------

Τούτο ίσως που μπορεί ο νους να κάνει
είναι να ζωγραφίσει την άνοιξη
και να καλέσει τη ζωή να κινήσει τα σχήματα
ν’ ανακατέψει τ’ αρώματα
ν’ ανοίξει και να κλείσει της πεταλούδας τα φτερά.

----------------------------------------------

Αν η αγάπη υπάρχει μέσα μου
κι είναι η πραγματική αγάπη του Θεού,
τότε δεν πρόκειται να χάσω,
τον ουρανό, την κατανόηση, τη σοφία και την αγάπη θα κερδίσω.
Αν δεν είναι,
τότε θα χάσω.
Όλη τη ζωή μου σ’ ένα μοχλό τη στηρίζω:
πως η αγάπη του Θεού έρχεται
μέσα απ’ την απόλυτη εμπιστοσύνη στη Χάρη του.
Δεν είναι διανοητικό.
Είναι μια ενέργεια ή ένα πεπρωμένο.
Είναι θέληση ή κατανόηση.
Είναι κάτι βαθύ
που μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε ήρωα και σε δειλό συγχρόνως.

Πρέπει να ’ναι αυτή η Αγάπη,
όταν δεν κομματιάζεις το Θεό σε παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Αν δεν είναι αυτή, είμαι χαμένος.
Αν δεν είναι αυτή, δεν υπάρχει τίποτα για να χαθεί.

--------------------------------------------------

Γιατί το μίσος και ο θυμός;
Γιατί έσβησε και χάθηκε ο ήλιος πίσω απ’ τα σύννεφα για πάντα;
Δεν ήρθαμε για να λουστούμε στο φως;
Δεν ήρθαμε για ν’ αγκαλιάζουμε ο ένας τον άλλο και να λέμε «σ’ αγαπώ»;
Ή μήπως έσβησε ο ήλιος πίσω απ’ τα σύννεφα
για να αναδυθεί μες στην καρδιά μας για πάντα;

--------------------------------------------------

Στην Αλεξάνδρα


Από πέλαγο έρχομαι μακρινό
κατάπληκτος και φοβισμένος
Ήμουν ατρόμητος μια φορά
και κόντρα στους ανέμους έπλεα, πάντα αντίθετα, σύμφωνα ποτέ.
Μέχρι μια μέρα σύννεφα πήδηξαν πελώρια
και βρυχόμενα έπιασαν το καράβι να το ξεκουνάνε,
μπρος πίσω, πάνω και μέσα στο νερό.
Δελφίνια χόρευαν ή κοιτούσαν έντρομα
και ξαφνικά βουβάθηκε η θάλασσα
και νόμισα πως σε μια στιγμή
ένα περίεργο μάτι που έβλεπε τη σκηνή έκλεισε.
Θε μου, σκέφτηκα, πνίγομαι
και γυρίζω αριστερά και βλέπω το Χριστό.
Με κοιτούσε και ήθελε να χαμογελάσειˑ
τον κοιτούσα και ήθελα να κλάψωˑ
κι ήρεμα, με φυσικότητα αμέριμνη, έσπασε το κατάρτι μου
κι άρχισε να κάνει η βάρκα νερά.
Αλεξάνδρα κορίτσι μου, βουλιάζω!
Έβγαλα τα μάτια απ’ το Χριστό
και κοίταξα τις όχθες,
σκοτεινές, σαρκαστικές, γελούσαν νόμισα συριστικά
κρατούμενες από ένα σφύριγμα που έμοιαζε με κλάμα.
Οδύνη, οδύνη, ο Χριστός έφυγε,
ο ουρανός έκλεισε, από κοράκια καμιά κραυγήˑ
έκλεισε ο ουρανός
και έμεινε μόνο στο λαιμό μου
στυφή γεύση τρόμου.
Άνοιξε τον κόλπο σου,
Αλεξάνδρα κορίτσι μου, κι άσε με μέσα.
Ω πώς κρυώνω!
Να μπω, να κουρνιάσω σε μια γωνιά,
ν’ απλώσω τα χέρια μου στο τζάκι
και να ονειρευτώ πως το κατάρτι βυθίστηκε στη θάλασσα
το καΐκι έγινε κομμάτια
και άξαφνα, ανάλαφρα, χωρίς να σκεφτώ
πήδηξα πάνω στο νερό
έπιασα το Χριστό απ’ το χέρι, τον αγκάλιασα
και προχωρήσαμε μαζί στον ορίζοντα,
σα να μας περίμενε ένα φιλικό φως κάπου,
κάπου κάτω απ’ τον χλωμό ουρανό...

Το νερό σκοτείνιασεˑ
οι όχθες ανοιγόκλεισαν τα δόντια
κι ένα κύμα γέλιου ορθώθηκε
απ’ τη μία άκρη της θάλασσας ως την άλλη
καθώς η Αλεξάνδρα σταύρωσε τα πόδια
και γλίστρησα στο παγωμένο νερό.


-----------------------

Πάνω στο χώμα κάθομαι και τραγουδώ.
Δεν ξέρω τι θέλω να πω.
Μια προσευχή μόνο ν’ αφήσω
από μέσα μου να ξεχαστώ.
Ένα αυθόρμητο μάτι
μία έκρηξη προς τα έξω
να κλειστεί κάθε τι γύρω
σε μια αγκαλιά.

Ο κόσμος να ’ναι σώμα μου
μόνο, να μείνει, σιγαλιά.

Αχ, μια σιγανή προσευχή
έναν γλυκό ήχο που δε σταματά.

--------------------------
Κοιμήθηκα λίγο το βράδυ
σέρνω το σώμα βαριά.
Μα πίσω από αυτό το σώμα
κάποιο άλλο πετά.
Σέρνω το χέρι όπως γράφω
μα ο νους μου πηδά χωρίς χαλκά.

Σαν ένα σκυλί που από τη λύσσα του ύπνου
ξέφυγε                     τρέχει γοργά.

Τρέχει ο νους,
το σώμα πηδά.
Και η ψυχή κυλά
σα νερό που δεν ξεχνά.


--------------------------
Ω Συμφορά
Ω Τρόμε μου
Ω Τρέλα, τρελή νύχτα της καρδιάς μου
Ω Νύχτα, κρύα και παγερή
Ω Ανέλπιστη, Δυσέλπιστη ελπίδα
Ω Βράχε που έπεσες μεσ’ στο νερό
και με τραβάς στον πάτο.
Πώς τρέμουν τα χέρια μου
Πώς τρέμει η καρδιά μου
Νύχτα σα να ’γινε
όλη η ύπαρξή μου
και κάθεται μια κουκουβάγια στα σπλάχνα
γκραφάρει το λαιμό μου
και σκούζει λυπητερά.
Ω Ανέλπιστη, Δυσέλπιστη ευτυχία
Ανέλπιστη, Δυσέλπιστη Ισορροπία
Ανέλπιστη, Δυσέλπιστη Ελπίδα
κάπου χαμένη στα σκοτεινά τούνελ της καρδιάς
πώς τρέμεις
πώς κράζεις
πώς κλαις λυπητερά.
Σκοτάδι! Νύχτα!
Ω κατάρα!


-------------------------------
Φίλος είναι αυτός που σου θυμίζει το χρέος σου.
Δεν είναι αυτός που σε κάνει απεριόριστα να γελάς.
Όταν η συνείδηση πέφτει
μόνο ένας φίλος κρατά την ψυχή σου ψηλά.
Γιατί από μία κρυφή πηγή
την καρδιά σου τροφοδοτεί
με μία θύμηση που στου πεπρωμένου σου το κρεβάτι
ένα αυτόματο ρολόι τοποθετεί.

Κοιμήσου εσύˑ
ο φίλος θα σε ξυπνήσει.
-----------------------------------------------------------------

Πείνα

Κάθε βράδυ έχω αυτή τη δύσκολη ώρα. Κάποιος διάβολος με κυνηγάει και ζητάει να φάει. Στάσου δίπλα μου, Θε μου. Μίλα του. Εξήγησέ του. Πες του πως...
είμαι ένας απλός άνθρωπος
πεινάω
Δεν ψάχνω στα σύννεφα
τα σάλια μου τρέχουν
Δεν έχω τίποτα, τίποτα πια.

Ένας σκυφτός άνθρωπος είμαι. Που θέλει μόνο να ζει νωχελικά.

---------------------

Πέφτει το βράδυ. Θε μου, τι θα φάω;
Πετεινός αισθάνομαι που βιάζεται για την αυγή.
Κουκουβάγια που βιάζεται για τη νύχτα.
Άνθρωπος
που μαγείρεψε
και που έστρωσε το τραπέζι.

Μέσα στη νύχτα που πέφτει
φωνές σιωπούνε, άλλες ξεπηδούνε μέσα απ’ τα χόρτα
και μέσα απ’ τα σωθικά μου
σαν κραυγή από σφαχτάρι
ένας ματωμένος λαιμός, θρηνεί.

-----------------------

Τι ώρα έφαγα; Στις 2:00;
κι είναι τώρα 6:00.
Μα στο στομάχι μου
διαφορετικό ρολόι τρέχει
μεσ’ από των πλανητών τους γύρους
μεσ’ από των αλητών τις ευχέςˑ
είν’ ένα ρολόι που βασίζεται στην πείνα
μία προσευχή που βασίζεται στο θυμό
μια μέρα που αρχίζει με το συσσίτιο
και σταματά
με ένα πεινασμένο σκυλί που σ’ ένα κόκκαλο τρέχει.

Μέσα στης πείνας το παραλήρημα
μες στης ανάγκης το παράπονο
πολλά ζητιάνικα χέρια σηκώνονται προς τα πάνω
και ζητιάνικα σώματα σωριάζονται βουβά.

Ένα σκυλί μένει κι ένα κόκκαλο
ένας μοναχικός διαβάτης
ένας ήλιος που τρέχει
καθώς η ώρα περνά.

-----------------------------

Αν κάθε άνθρωπος ζει πολλές ζωές
στην προηγούμενη ένας ασκητής θα ’μουνα
ένα ψοφίμι
ένα άνυδρο δέντρο.
Από πείνα σε πείνα τρέχει η ψυχή μου
από κρύο σε δίψα
και το σώμα μου την ακολουθεί.

----------------------------

Οι πολιτισμένοι άνθρωποι γελάνε
με τη σκέψη πως ο Μωάμεθ μιλάει για βουνά από ρύζι
μα κάθε πιάτο τους ξεχειλίζει.

-------------------------

Μία συνεχής συνείδηση είναι η πείνα
ένα συνεχές παράπονο
και η δίψα
η λυπητερή της σκιά.

------------------------

Κοντά κοιτά ο άνθρωπος που πεινά
ως όπου φτάνει το χέρι του
και τα δάχτυλά του
παίζουνε νευρικά.

-------------------------

Δύο δάκρυα συντροφεύουν
ετούτον που πεινά
και καθρεφτίζουνε
την τιμιότητα πίσω απ’ τα μάτια του.

Δύο δάκρυα συντροφεύουνε
όποιον διψά
και όποιον νυστάζει
αναστενάγματα κρυφά.

Το ένα δάκρυ το φεγγάρι
το άλλο ένα άστρο, ο αυγερινός,
και το βουερό, το κρυφό αναστέναγμα
ο ήλιος που έχει χαθεί πια, που είναι μακριά.

Από δάκρυ σε δάκρυ
λέει ένα παραμύθι ο ουρανός
από τη γιαγιά στο τζάκι
στα κουρασμένα της παιδιά.

Ξημέρωσε κι ο ήλιος φέγγει
πέρασε η κούραση, η νύστα ξυπνά
κι η πείνα ακολουθεί τη δίψα
σε μιαν καρδιά που μόνη της παραμιλά.

Έπεσε πάλι η νύχτα
χάθηκε ο ήλιος, το άστρο αυτό και τ’ άλλο,
το παραμύθι τ’ ουρανού
ειπώθηκε πια για καλά.

--------------------------------------

Η βάση του ονείρου
βρίσκεται στην τροφή,
η πηγή της επιθυμίας,
η κρυφή σκέψη της ευτυχίας,

και της ευφυίας το μυστικό
βρίσκεται πίσω απ’ το ποθημένο νερό.

--------------------------------------

Ποιήματα γεννώ
όπως βγάζει η κότα τ’ αυγό
ανακούρκουδα καθισμένος
ένα-ένα, αυτό, σφίξιμο, αυτό κι αυτό.

Ποιήματα βγάζω
όπως γεννά η κότα τ’ αυγό
πέρνα διαβάτη
μια πεντάρα τα πωλώ.

------------------------

Είκοσι ποιήματα έγραψα σήμερα
σαράντα προτάσεις
δέκα λέξεις
κι εκατόν είκοσι συλλαβές.
Είκοσι σελίδες θα πιάσουν
από χίλιες
οχτακόσιες ενενήντα δύο και μία δραχμές.

---------------------------

Σου γράφω καθώς η πείνα με πιέζει. Η ύπαρξή μου ανεβαίνει στα μάτια μου. Τα αντικείμενα φαίνονται συγχρόνως μεγάλα και μικρά. Φαίνονται μια ιδέα. Ποτήρια φαίνονται ολόκληρα βουνά.
Αυτό θα πρέπει να ’ναι ο Θεός μέσα στον άνθρωπο. Η ύπαρξη η θηλυκιά.
Κι η αρσενικιά θα πρέπει να’ναι
κάτι που περιγράφεται μόνο κρυφά.

----------------------------------

Σαν καταρράχτης χτυπά η πείνα.
Νερό με δική του θέληση.
Μέσα στο σώμα πέφτει
προς το μυαλό ανεβαίνει.
Είναι μια επίθεση των σπλάχνων
στην εγκεφαλική μήτρα
ένα μαχαίρι
που διαπερνά την καρδιά.
Αχ, Θε μου,
άνθρωπε την πείνα μη σκέφτεσαι,
άστη να τραβήξει το δρόμο της,
ανηφορικά.

Το νερό προς τα πάνω πώς πέφτει
μόνο τούτος καταλαβαίνει
που τις ακτίνες του ήλιου κοιτά.
Τρέχουν γρήγορα.
Ποιος θα μπορέσει να πει
ποιαν ανταύγεια παίρνει η σελήνη δανεική;

Γρήγορα το φως του ήλιου τρέχει,
νου δεν έχει
ιδιοκτήτη να μετράˑ
και η πείνα έτσι
ξεχνά πού ανήκει
και αφήνεται προς τα ψηλά.

Άσ’ τη να τραβήξει το δρόμο της.
Όπου πηγαίνει είναι καλά.

------------------------------------------

Ποιος θα χωρίσει το πεινώ
και το προσωπικό παράπονο;
Φορές είν’ ο ορίζοντας τόσο καθαρός,
φορές πετάς στην ομίχλη
κι η φαντασία σου ουρανό και γη δεν ξεχωρίζει.

Ω, ποιος θα πει
πού το σώμα πέφτει μες στην πείνα
και πού ανεβαίνει η ψυχή, τραγουδά;

Ποιος θα χωρίσει τα σύννεφα
μέσα απ’ όπου ένας αετός πετά;

Μία κλωστή που ίσια τραβά
κεντώντας στην πείνα
τη λογική στραβά.


----------------

Στο στρατό

Έξω η βαβούρα των στρατιωτών που τρώνε. Σαχλά αστεία. Γέλια. Περγέλια.
Μέσα η άλλη βαβούρα. Η μουσική η απαίσια. Η ανωκατοσούρα. Ο εκμηδενιστικός αφανισμός.
Τι να προτιμήσεις; Μέσα από δύο όχθες περπατάς μ’ ένα ραβδί πάνω στη θάλασσα. Η ψυχή σου το ραβδί. Γελά κι αυτή. Με τον μέσα και τον έξω κόσμο. Με την ελπίδα τούτη και την άλλη. Με τους στρατιώτες

και τον εκλεπτυσμένο ιδεαλισμό.

Σα μία νύχτα και μία μέρα. Και ένα σούρουπο.
Σαφώς σκοτεινό.

-----------------

Ποιήματα προσπαθώ να γράψω. Μα η σκέψη μου θολή. Τα συναισθήματα μπερδεμένα. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω αυτή τη φωνή απ’ την άλλη.
Σα μία θάλασσα με κύματα και ψάρια πολλά. Ανήσυχες βάρκες. Ψαράδες που κοπιάζουν. Ρεύμα που παρασύρει

τον αφρό
στον ασταθή πανζουρλισμό.

Αχ, Θε μου. Άστατα ψάρια η σκέψη μου.
Και η έμπνευση

άστατο νερό.


-----------------------

Κάθε δέντρο είναι μια ακίνητη παρουσία. Κάθε κλαδί έχει τη δική του ψυχή. Κάθε φύλλο έχει προσωπική προτίμηση και το άνθος συχνά ακούς τη μέλισσα να καλεί.
Από εποχή σε εποχή, από φυλλωσιά σε μπουμπούκι
ένας μαγεμένος αυλός διαλαλεί
πως στην κοινωνία των φυτών και των ζώων
μυστικές πεταλούδες κρύβονται
νεράιδες ακίνητες στέκονται και συνομιλούν.

-------------------------

Χωμάτινα χέρια έχει η γη,
φωνές σαυρίσιες, πελεκανίσιες,
πονηριές πειναλέες, δόντια αρπακτικά,
μια καρδιά που σαν βουλκανιζατέρ αγκομαχά.
Μέσα από τα παράπονα που ακούς από τη γη ν’ ανεβαίνουν
ηχεί ένας γλυκύτερος κρότος, μια έντιμη κραυγή
που δε μιλά για της ψυχής μας τον πόνο
μα για μια ανώτερη, πιο μαλακή χαραυγή.

Μέσα στο νερό ψάρια κολυμπάνε
πάνω στις πέτρες πουλιά πατούν
τον ουρανό αεροπλάνα διασχίζουν
και τα χαρτιά ποιητών ώρες καυτές σα δαδί.

Από της γης τα κλαδένια τα χέρια
μία μουσική, ανέμελη καρδιά ξεφυτρώνει
όχι σα τα λοξά κλαδιά
μα προς τα πάνω, όπως προς τα κάτω η αδιάφορη μπόρα.

Μέσα στους χώματος τους λαβύρινθους
μερμυγκήσια μάτια δακρύζουν
σαυρίσια στόματα γογγύζουν
αρκουδίσιοι λαιμοί ουρλιάζουν λυπητερά.

Του κόσμου όλου τη φωνή
μόνο ο ποιητής μπορεί να περιγράψει
με ένα αδιάφορο δάκρυ
σε μια κόλλα χαρτί.

------------------------------------------------

Φωνές αλογίσιες στα σπλάχνα μας
περίεργα τραγούδια
αστεία ανεκδιήγητα
λυπητερά παράπονα.
Φωνές φοβερές χτίζουν στα σπλάχνα μας
πύργους από μελωδίες
που γκρεμίζονται μόνο
από ψίθυρους ακατανόητους, μοναχικούς.

Μέσα στης τρέλας το παραμίλημα
ένα φίδι μουλωχτό τριγυρνάει
μέσα στης λογικής το φρένο
ταυρίσια μάτια με συμπάθια κοιτούν.

-----------------------------------

Σφίξε το νου σου πάνω σε κάτι δυνατό
βρες, για σένα, ένα ιδανικό
κρύψτο το βράδυ στο μαξιλάρι
μη το ξεχνάς σα βγαίνεις για το χορό.

Όταν ο χορός τελειώσει
κι η πίστα θα ’χει σκουπιστεί
αυτό μονάχα
ίσως διατηρηθεί.

Φύλα το πίσω απ’ το μαξιλάρι
χώστο στην τσέπη βαθιά.
Σα για το χορό βγαίνεις
τραγούδησέ του κάτι, κρυφά.

-----------------------------

Κάρφωσε το νου σου πάνω σε κάτι δυνατό
κοίταξε το σταυρωμένο Χριστό
δεν πέφτει
δεν παίζει ο νους του, δε στήνει το μάτι του χορό.

Όταν η πλημμύρα θα έρθει
μόνον ο Σταυρός θα μείνει σταθερός
γιατ’ είναι κρεμαστάρι του
ο ουρανός.

---------------------------

Μην αφήσεις κανένα να σου πει πως ο πόνος δε νικιέται
είναι ψέματα
’τι λησμονιέται.

------------------------------

Μία μουσική υπάρχει σε κάθε άνθρωπο
μία κρυφή κραυγή
μια νότα που δονείται
με δική της ψυχήˑ
ένα τετράδιο με πολύχρωμες σελίδες
ένας παπαγάλος με βρώμικες λέξεις
ένα παιδί
που περπάτησε μόλις, για πρώτη φορά.

Σήκω φίλε μου, άνθρωπε
στηλώσου στα πόδια σου
άκου:
η καρδιά σου ξυπνά;

Ένας ήλιος που τρέχει
ένα ανέμελο τραγούδι
ένας φίλος που σου γνέφει από μακριά.

-------------------------------

Μία λύρα είναι η καρδιά,
ένα σαντούρι
και οι χορδές του
όποιοι αγαπάμε κρυφά.

Μία λύρα με κρυμμένες χορδές
ένα σαντούρι
ένας αυλός με τρύπες
απ’ όπου ο αέρας φυσά.

----------------------------------

Ποιήματα γράφω
εικόνες απ’ το Ζωγράφο
για κάθε τίμια καρδιά.
Για το κάθε ανθρώπινο μάτι
λόφους φτιάχνω
και χαρακώνω εύκολη περπατησιά.

Ναι, στο φως του φεγγαριού
ποιήματα για τον τρελό του χωριού.

-------------------------------------

Περνά ο Θεός απ’ το σώμα μου
η καρδιά μου βουίζει
πάλλεται ο νους μου, γλυκά, μοναχικάˑ
είναι του Θεού η φωνή
ένα σαντούρι
που παίζει ο τρελός του χωριού
για τον κουφό που γελά.

----------------------------------

Ποιήματα γράφω και τρέμω
μα πώς να φύγω;
Αυτόν που την πνοή Του μου δίνει
πώς να αφήσω;
Θα ’πρεπε να μην κρυώνω
θα ’πρεπε να μην νυστάζω
θα ’πρεπε να μην μπορώ
να ξεχνώ.

-------------------------------------

Ένα χημείο είναι ο ποιητής
ένα θαυμάσιο εργαστήριο
όπου γίνεται το κρύο κι η πείνα
ηχητικός παλμός.
Μία κραυγούλα γίνεται
μία φωνούλα
ένα κόκκινο κασκόλ που φορά ο Θεός.

------------------------------------------

Δεν υπάρχει τίποτα που ο Πλάστης δεν μπορεί
όλα τα μπορεί η πλαστελίνη
γιατί έχει πάνω της
τη δική Του μορφή.

Δεν υπάρχει τίποτα που ο Θεός δεν μπορεί
τίποτα η Πλαστελίνη
είναι η φίλη του, η κολλητή.

---------------------------------------

Σίγουρη είναι για το σπόρο η γη,
γιατί ανεβαίνει στο χάος;
Τι κοιτά να βρει
στο λευκό κενό;
Σίγουρα φυτοζωεί,
γιατί ανεβαίνει προς τα πάνω;
Ποια κίτρινη, κόκκινη μπάλα
τον αποπλανεί;

---------------------------

Μαλλιά περίεργα έχει το δέντρο
μάτια πρασινοκίτρινα
βλέφαρα κλαδιά.

Μόνο η καρδιά του μένει μυστική
εκεί μες στο κουκούτσι
χτυπά.

---------------------------

Έχει δύναμη μεγάλη το πνεύμα
έχει ένα μυστικό:
μην τραβολογάς την καρδιά σου από ποτό σε ποτό.

-----------------------------

Μισώ τους ανθρώπους που λένε ψέματα
έχουν για όλα μια ψεύτικη ευχή
μισώ τους ανθρώπους που λένε ψέματα
ποτέ δεν έχουν μια αληθινή προσευχή.
Μισώ τους ανθρώπους που λένε ψέματα
έχουν για όλα μία έτοιμη λογική
και μισώ τους ανθρώπους που λένε ψέματα
γιατί δεν έχουν μια απελπισμένη κραυγή.

---------------------------------

Περίεργα άρχισε κι αυτή η μέρα.
Λες και υπάρχουν δύο καιροί.
Πως ενώ ο έξω καιρός έφτιανε,
ένας μέσα καιρός μάζευε σύννεφα βαριά.

Λιακάδα τώρα έξω
χαρά Θεού
μα μέσα μπόρα ξεσπά.

-------------------------------------

Έφεραν καινούριο μηχάνημα στα μαγειρεία.
Θα κόβω τώρα ψιλές, τηγανιτές τις πατάτες.
Κι όταν ρίχνω το λάδι
θ’ ακούω να τσιτσιρίζουν
να φωνάζουν
λες και ψυχή έχουν
κι όπως είναι κομμένες
πασαλείβει τις πληγές τους με αλμύρα ο Θεός.

Με δυο διαβόλους από πάνω
τους μαγείρους
με άσπρες ποδιές.

-------------------------------------

Ένα χαντάκι άδειασα το πρωί.
Μετά καθάρισα μια βρύση
και ένα συρματόπλεγμα
μέτρησα από το γήπεδο ως το βουνό.
Σιγά σιγά αισθάνθηκα
το μυαλό μου να καθαρίζει
και την καρδιά να τραγουδά σε πιο χαρωπό σκοπό.

--------------------------------------

Από μέσα παίρνεται το κάστρο.
Ο κίνδυνος φαίνεται απ’ έξω.
Μα εκεί κάπου, στα χαλάσματα
ο προδότης καραδοκεί.

Σαν ένα σκουλήκι μέσα στο φρούτο
ή ένα πουλί ελεύθερου αέρα
κάπου που ο αερισμός έχει ξεχαστεί.

--------------------------------------

Πηδά η ανάρρωση σα τη γαζέλα κι έρχεται.
Δε βιάζεται.
Πάνω απ’ τις σχισμές της γηςˑ
πάνω απ’ τους λάκκους.
Σηκώνει το σώμα και ανυψώνεταιˑ
στέκεται στον αέρα. Νωχελικά.
Και καθώς πέφτει μετά
θα ’λεγες πως τραγουδά ένα τραγούδι.
Ένα αργό τραγούδι.
Πως ο άρρωστος
χαμογελά.

Σα τη γαζέλα που πηδά
σα τις σχισμές του εδάφους
σα τα μερμήγκια, πολλά μερμήγκια
και τα λουλούδια μες στα νερά.

Σηκώνεται η γαζέλα
γελά ο άρρωστος
και η ανάρρωση πέφτει ξανά.

----------------------------------------

Το πνευματικό μυαλό βλέπει εικόνεςˑ
δε σκέφτεται σκέψειςˑ
δε κουνιέται σωματικά.
Μόνο στις αφηρημένες ιδέες
αφήνεται να σηκωθεί απ’ τη γη
κι εκεί δεν περιγράφεται πια.

Σηκώνεται ο πνευματικός νους σαν αέρας
πέφτει σαν αετός
κι όταν στέκεται στον αέρα
μια τελεία είναι,
ο κάθε εαυτός.

Λοιπόν είτε σηκώνεται σαν πνεύμα
είτε σαν όραμα απτό πετά
μα δεν κοντανασαίνειˑ
ίσια τραβά.

Έχει το δικό του νόμο
που μοιάζει με το αγκάλιασμα της γυναίκας
στον άντρα που τη σκέψη ξεχνά.

----------------------------------

Η δυνατότητα του νου να συγκεντρώνεται
δεν είναι παροδική υπόθεση μιας στιγμής,
ο συγκεντρωμένος νους
είναι ο ίδιος όποτε κι αν τον δεις.
Δε φεύγει απ’ τον εαυτό του
για να τσακώσει περαστικά κάτι σπουδαίο
μα μέσα του, σα σε γαλάζια λίμνη
καθρεφτίζει όπως είναι σύννεφα μεγάλα και μικρά.

Δεν είναι συγκεντρωμένος γιατί διώχνει τις άλλες σκέψεις,
μα για τα περίσσια κύματα που ξεχνά.

Ναι, είναι η συγκέντρωση σαν μια λίμνη
απ’ όπου μια ήσυχη βάρκα περνά.
Μια ήρεμη βάρκα
που δεν κουνά τα νερά.

---------------------------------

Μια αλυσίδα γεγονότων
δίνει σε κάθε πλήγμα μια λογική ουράˑ
μα μες στην αλληλουχία
τίποτα από μόνο του δε χτυπά.
Ο ατελής νους απομονώνει, χωρίζει
για κάτι και το λόγο του μιλά
χωρίς να βλέπει πως
κι ο ίδιος δε μπορεί για πάντα να παραμιλά.

Όλα έρχονται για κάποιο διάστημα και μετά φεύγουν
τίποτα δε φτάνει τυχαία
απ’ το μυαλό που κεντήματα φτιάχνει
διαρκέστερη είναι η κλωστή που ίσια τραβά.
Το νήμα φτιάχνει τα σχέδια
η μνήμη
και μετά προχωρεί μπροστά και ξεχνά.

------------------------------------

Αν είναι να έχει η σκέψη τη δική της χαραυγή
ένα αυτόνομο ήλιο
μια λυπημένη βροχή
πρέπει στο σώμα την αυτοδυναμία να δώσει
να μην του δίνει βοήθεια σαν κάτι δύσκολο βρει.

Έχει το σώμα τη δικιά του σκέψη
που μοιάζει με του ήλιου τα φτερά
σαν ξαφνικά μπόρα ξεσπά.

Τη δικιά του δύναμη το σώμα για να κερδίσει
πρέπει στο φως ν’ αποδείξει
πως μπορεί στο σκοτάδι να ζειˑ
αν σε κάθε πανικό
πέφτει και παρακαλεί το μυαλό
πότε θ’ ακούσουμε το δικό του σκοπό;

Άσε το σώμα τον εαυτό του να βρει
μπορεί να χαράξει μια προσωπική χαραυγή.

-------------------------------------

Οι γυναίκες που θέλουν να πνευματικοποιήσουν τη σεξουαλική τους επιθυμία
δεν πρέπει να ανησυχούν υπερβολικά σε σχέση με τις φεμινιστικές θεωρίες περί θηλυκής πλευράς του θείου.
Όχι ότι αυτές είναι λάθος,
αλλά δεν θα τις βοηθήσουν για το σκοπό αυτό.
Για να πνευματικοποιήσει η γυναίκα τη σεξουαλική της επιθυμία
θα ήταν προτιμότερο να σκεφτεί το Θεό ως αρσενικό,
γιατί τότε η επιλογή είναι εύκολη:
«Ποθώ τον Πάνο, τον Τάκη ή τον Μήτσο
ή τον μεγαλοδύναμο και Δημιουργό Θεό;»
Φαντάσου τη δημιουργική ενέργεια του Θεού απέραντη,
φαντάσου το πέος του να ανεβαίνει από τη βάση, τη γη, στους υψηλότερους ουρανούς,
φαντάσου τη φωνή του να βροντά με τους κεραυνούς.
Φτιάξε το Θεό με τη φαντασία σου
και τούτο το ψεύτικο δημιούργημα
ζωοδότησέ το με τον πόθο σου.
Η ζωή του πόθου σου μπορεί να δημιουργήσει ένα ζωντανό Θεό.
Γνώριζε ότι ο αρσενικός Θεός υπάρχει,
ότι είναι εκατομμύρια φορές ισχυρότερος και σεξουαλικότερος από την πιο τρελή σου φαντασία.
«Και τι σημαίνει αυτό για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία;», λες.
Δεν ξέρω. Ελπίζω να μη την υπονομεύει.
Απλώς μια πρακτική συμβουλή σού δίνω.
Πόθησε, γυναίκα, τον αρσενικό Θεό
και άλειψε το σπέρμα του, το Πνεύμα,
στα στήθη της ζωής σου.

------------------------

Είμαι λάτρης του αρσενικού Θεού.
Για το θηλυκό Θεό δεν ξέρω τίποτα, αν και μπορεί κι αυτός να υπάρχει.
Αν δεν υπάρχει, πώς θα εξηγήσεις την ομορφιά και την έλξη των γυναικών, τη χάρη των κοριτσιών,
τη μαγεία μιας κίτρινης παπαρούνας;

Είμαι λάτρης του αρσενικού Θεού.
Για το θηλυκό Θεό δεν ξέρω τίποτα, αν και μπορεί κι αυτός να υπάρχει.
Αν δεν υπάρχει, πώς θα εξηγήσεις τις ιδιότητες της αγάπης και της συμπόνοιας,
της κατανόησης, της τρυφερότητας και της δεκτικότητας;

Είναι λάτρης του αρσενικού Θεού,
μα η αγάπη μου γι’ αυτόν δεν με κάνει τυφλό
μπροστά στα θέλγητρα της φύσης και της εκλεπτυσμένης διάνοιας.
Θα μπορούσα να ’μαι ένας ιππότης που μάχεται για την Παναγία,
ένας άντρας που μάχεται για την εκλεκτή του,
ένας βουδιστής που μάχεται για τη νιρβάνα.

Κι όμως, δεν είμαι αυτά. Γεννήθηκα ένα ντροπαλό κορίτσι
και ο καλός μου πάντα θα καλπάζει προς εμένα.
Ενώ κάνω τα καθήκοντα που η κακή μου μητριά μού επιβάλλει,
ο καλός μου καλπάζει προς εμένα, για να με σώσει,
και, ακόμα και πριν με φτάσει,
νιώθω την αντρική του δύναμη να με συνταράσσει.
Τα τέκνα που μου γεννά
θα ’ναι ελεύθερα από την κακή μητριά.

Πιστεύω πως δεν θα χρειαστεί να δουλέψουν στον κόσμο ξανά.

 

 

--------------------------------

Περισσότερα ποιήματά μου εδώ.

---------------------------------------------------